Παρά την ανακούφιση που προκάλεσε η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών για τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, τα μηνύματα που έρχονται από την αγορά εξακολουθούν να προκαλούν προβληματισμό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Ένα από τα πιο ανησυχητικά σημάδια είναι η συνεχής πτώση της κατανάλωσης, ακόμα και σε βασικά είδη. Ο τζίρος στο οργανωμένο λιανεμπόριο κατέγραψε μείωση της τάξης του 15% το πρώτο τρίμηνο του 2017, σε σχέση με την περσινή αντίστοιχη περίοδο. Στον τομέα των τροφίμων, η μείωση των πωλήσεων έφθασε στα επίπεδα του 10% τον περασμένο Απρίλιο, αγγίζοντας ακόμα και είδη πρώτης ανάγκης, όπως το γάλα και το ψωμί. Μάλιστα, η κατανάλωση όχι μόνο δεν ανέκαμψε την περίοδο του Πάσχα, όπου συνήθως παρατηρείται αύξηση της αγοραστικής κίνησης, αλλά σημείωση περαιτέρω πτώση. Οι απώλειες εσόδων στα σούπερ μάρκετ υπολογίζονται σε 200 εκατ. ευρώ μόνο στο πρώτο τρίμηνο, παρά τις μεγάλες προσφορές των μεγάλων αλυσίδων σε πολλές κατηγορίες προϊόντων. Πτώση εμφάνισε τον Απρίλιο και η κατανάλωση ντίζελ κίνησης και ναυτιλιακών καυσίμων, με τη μείωση των πωλήσεων να κυμαίνεται στα επίπεδα του 10% με 15%, σε σχέση με τον Απρίλιο του 2016.

Η καθίζηση της κατανάλωσης προφανώς δεν αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο. Αντίθετα, αποτελεί λογικό και αναπόφευκτο επακόλουθο της συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων: της αύξησης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, της επιβολής νέων έμμεσων φόρων και της υπαγωγής βασικών ειδών στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ, της διατήρησης υψηλού ποσοστού ανεργίας, αλλά και της ανάδειξης ενός όλο και αυξανόμενου πληθυσμού εργαζομένων με χαμηλές αμοιβές, λόγω της υπέρμετρης αύξησης των ευέλικτων μορφών εργασίας. Η αβεβαιότητα που επικράτησε τους προηγούμενους μήνες, εξαιτίας της καθυστέρησης των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, απλώς επιδείνωσε την κατάσταση.

Ο φαύλος κύκλος, όπως όλα δείχνουν, συνεχίζεται. Η μείωση του τζίρου, σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας, την αδυναμία πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό, αλλά και τις δυσβάσταχτες οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, οδηγούν στο χείλος της καταστροφής όλο και περισσότερες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις περισσότερες από 18.000 μικρές, κυρίως, επιχειρήσεις του λιανεμπορίου αντιμετωπίζουν άμεσο πρόβλημα επιβίωσης, ενώ απειλούνται περισσότερες από 30.000 θέσεις εργασίας στον κλάδο.

Το καμπανάκι του κινδύνου στην πραγματική οικονομία έχει σημάνει εδώ και πολύ καιρό. Κι αν δεν υπάρξουν άμεσα γενναίες κινήσεις για την αναθέρμανση της ζήτησης και την τροφοδότηση της αγοράς με ρευστότητα, οι συνέπειες θα γίνονται όλο και πιο εμφανείς στην οικονομία, αλλά και στην κοινωνία.

Η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης είναι ένα θετικό βήμα, που όμως από μόνο του δεν μπορεί να επιδράσει θετικά στην πραγματική οικονομία. Όσο οι συμφωνίες στηρίζονται σε μέτρα λιτότητας, που πλήττουν τα εισοδήματα των καταναλωτών και οδηγούν την αγορά σε μαρασμό, η χώρα δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από την ύφεση και τη στασιμότητα. Χρειάζονται άμεσα μέτρα τα οποία μπορούν να δώσουν οξυγόνο σε μια οικονομία που ασφυκτιά. Μέτρα τα οποία θα μειώσουν το παραγωγικό κόστος των επιχειρήσεων και θα τονώσουν ταυτόχρονα την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, όπως η μείωση της φορολογίας, η εκλογίκευση των ασφαλιστικών δαπανών και ο περιορισμός του ενεργειακού κόστους.

Ας το καταλάβουμε: το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία δεν είναι να «σέρνεται» από διαπραγμάτευση σε διαπραγμάτευση, προσδοκώντας στην καλύτερη περίπτωση έναν οριακά θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Η χώρα χρειάζεται ένα αναπτυξιακό άλμα, που δεν θα έρθει αν δεν αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.