Ήταν κοινό μυστικό ότι η κυβέρνηση κρατούσε το σκάνδαλο Novartis ως άσο στο μανίκι της για «τις δύσκολες ώρες», όταν θα κινδύνευε σοβαρά η επικοινωνιακή εικόνα της και όταν παρουσιαζόταν (για οποιονδήποτε λόγο) κοινωνική αντίδραση στα κυβερνητικά σχέδια.

Η ώρα αυτή ήρθε με τα δύο συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό», τα οποία ενδεχομένως θα έχουν και συνέχεια. Έτσι, κατά τρόπο που φανέρωνε ανησυχία στα όρια του πανικού, η κυβέρνηση την επομένη του συλλαλητηρίου στην Αθήνα έφερε στο επίκεντρο δημοσιότητας το σκάνδαλο Novartis, ό,τι έχει απομείνει από αυτό, δηλαδή, αφού με βάση τον ελληνικό νόμο έχουν ήδη παραγραφεί τα αδικήματα της απιστίας και δωροδοκίας και παραμένει ζωντανό το αδίκημα του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος.

Και κέρδισε τον πρώτο γύρο των επικοινωνιακών εντυπώσεων, καθώς έφερε στο προσκήνιο τη φερόμενη εμπλοκή πολιτικών προσώπων από την αντιπολίτευση, ακόμα και πρωθυπουργών, επιχειρώντας να στοιχειοθετήσει τη μεγαλειώδη εικόνα του «μεγαλυτέρου σκανδάλου από τη γένεση του ελληνικού κράτους».

Το όλο επιχείρημα βασίζεται σε καταθέσεις τριών «προστατευόμενων» μαρτύρων, οι οποίοι όμως περιορίζονται σε «εκτιμήσεις τους» για χρηματικά ποσά που διακινήθηκαν, «κόβοντας το κοστούμι» ανάλογα με το αξίωμα και τη θέση, και «περιγραφές» πράξεων ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, στις οποίες όμως δεν ήταν οι ίδιοι παρόντες.

Η περαιτέρω διαδικασία είναι πολύ γνωστή. Η Βουλή θα αναλάβει τον ρόλο της με τη σύσταση και διενέργεια Προανακριτικής Επιτροπής, που θα τραβήξει σε βάθος χρόνου, με τελική πράξη την παραπομπή «των ενόχων» στο Ειδικό Δικαστήριο.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα έχει όλο τον χρόνο και την άνεση να «λιώσει» το σύνολο σχεδόν του αντιπάλου πολιτικού κόσμου και κυρίως ηγετικά στελέχη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, καθώς το ένα προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις και το δεύτερο «σηκώνει κεφάλι».

Είναι κάτι παραπάνω από προφανής αυτός ο κύριος πολιτικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ, που επιχειρεί να εκμεταλλευτεί κυνικά ένα μεγάλο και υπάρχον σκάνδαλο στον χώρο του φαρμάκου. Όχι μόνο λόγω των δωροδοκιών της Novartis, αλλά κυρίως λόγω υπέρογκης και αδικαιολόγητης αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα όλη τη δεκαετία του 2000 μέχρι το μνημόνιο, που και αυτή γονάτισε τα ασφαλιστικά ταμεία. Για την οποία όμως μέχρι στιγμής κανείς δεν άκουσε τίποτα και περισσότερο ούτε ανέλαβε ευθύνη, ούτε επιχείρησε τότε να μειώσει αυτό το φαρμακευτικό «τσουνάμι» τιμών.

Το μόνο που ενδιαφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν είναι η πάταξη της διαφθοράς και της ασυδοσίας μέσω αυτού του εγκλήματος που έχει συντελεστεί εις βάρος του κράτους και των πολιτών... Είναι να εκμεταλλευτεί αυτό το έγκλημα για δικούς του πολιτικούς (διάβαζε εκλογικούς) λόγους, στραπατσάροντας ανεπανόρθωτα στην κοινή γνώμη αντιπάλους, πολιτικούς και κόμματα. Έστω και αν, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, όλη αυτή η επιχείρηση δεν στηρίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία, αλλά σε εκτιμήσεις προστατευόμενων μαρτύρων για πιθανές εγκληματικές πράξεις που συντελέστηκαν χωρίς την παρουσία των ιδίων.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που σπεύδουν να αναζητήσουν ομοιότητες με το 1989 στην υπόθεση Κοσκωτά, που απλώς ταλαιπώρησε τη χώρα για μια σειρά ετών και χωρίς να καταφέρει την πάταξη της διαφθοράς, η οποία γιγαντώθηκε μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Η τότε αριστερά είχε συμπράξει με την τότε δεξιά με συμμετοχή της στη συγκυβέρνηση, στην πολιτική αξιοποίηση του σκανδάλου Κοσκωτά.


Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την πολιτική αξιοποίηση μιας βρόμικης υπόθεσης μόνος του, για τον εαυτόν του, και φυσικά την επανεκλογή του στην εξουσία.