Αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα του σε ποια σελίδα της παράδοσης της Αριστεράς ή του… μαρξισμού (στον οποίο κάποτε εντρυφούσε και ο πρωθυπουργός) περιλαμβάνεται η «υγιής επιχειρηματικότητα» – άλλωστε, ποιοι είμαστε εμείς να αρνηθούμε στο ΣΥΡΙΖΑ το δικαίωμα να τροποποιεί τις θέσεις του – το ερώτημα είναι: σε ποιο βαθμό όντως ο πρωθυπουργός συνάντησε την «ανάπτυξη» σε αυτές τις συναντήσεις του;

Για παράδειγμα στο Athens Impact Hub, ένα χώρο που προσφέρει υποδομές γραφείου σε νέους επαγγελματίες και νέες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων, ο πρωθυπουργός συνάντησε ένα μείγμα από ελεύθερους επαγγελματίες, εγχειρήματα που σχετίζονται με το προσφυγικό και όντως κάποια τεχνολογικά start-up. 

Χωρίς κανείς να θέλει να αμφισβητήσει την αξία του συνεταιριστικού τομέα και της «κοινωνικής οικονομίας», πολύ περισσότερο της ανάγκης για τεχνολογικά start-up, δύσκολα μπορεί κανείς να πει ότι έτσι π.χ. θα αντιστραφεί μια ανεργία που σήμερα παραμένει πάνω από 20%. Ούτε θα πρέπει να μας διαφύγει ότι για να έχουμε όντως τεχνολογικά start-up που να μην αναγκάζονται πολύ νωρίς απλώς να πουλήσουν την τεχνολογία τους σε κάποια ξένη επιχείρηση, αλλά να εξελίσσονται σε μείζονες επιχειρήσεις χρειάζεται χρηματοδότηση που σήμερα το τραπεζικό σύστημα δεν είναι διατεθειμένο να δώσει και την οποία δεν μπορούν να οικοδομήσει π.χ. το ΕΣΠΑ. Γιατί μπορεί ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός κ. Χαρίτσης να κομπάζει για την «απορροφησιμότητα» ευρωπαϊκών κονδυλίων που έχουμε, όμως ποτέ δεν έχει γίνει μια αποτίμηση όλα αυτά τα δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν πέσει στη ελληνική οικονομία από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις τις τελευταίες δεκαετίες ποια πραγματική επίπτωση και ποιον πραγματικό αντίκτυπο είχαν.

Όσο για την δύο επιχειρήσεις που επισκέφτηκε ο πρωθυπουργός, δηλαδή την «Παπαστράτος» και την Apivita, όλοι πρόσεξαν την εντυπωσιακή σύμπτωση και οι δύο επιχειρήσεις να είναι στην πραγματικότητα τμήματα πολυεθνικών ομίλων, της Phillip Morris η «Παπαστράτος», της ισπανικής Puig η Apivita. Γιατί όπως και να το κάνει κανείς είναι ένα πράγμα να επιδιώκεις να προσελκύσεις ξένες επενδύσεις ή συνεργασίας και άλλο πράγμα να παραδέχεσαι ότι ο μόνος τρόπος να λειτουργήσουν επιχειρήσεις αιχμής στη χώρα είναι ως τμήμα ξένων ομίλων, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Και ο λόγος είναι ότι οι ξένοι όμιλοι έχουν τις δικές τους προτεραιότητες, ενώ υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος κάποια στιγμή απλώς να κλείσουν ή να μεταφέρουν κάπου αλλού μια μονάδα παραγωγής.

Κατά τα άλλα, ο πρωθυπουργός προχωρά στην κλασική μέθοδο των μεγάλων έργων εγκαινιάζοντας την Ιονία οδό. Μόνο που όλοι ξέρουμε ότι όσο και εάν στην κατασκευή τους τέτοια έργα μπορεί να συμβάλουν π.χ. στην απασχόλησή τους, στη λειτουργία τους πέραν του όντως να διευκολύνουν τις μεταφορές απλώς ενισχύουν τα έσοδα των επιχειρήσεων που τις διαχειρίζονται.

Όσο για την… απόβαση των επενδυτών που θα έρθουν μαζί με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, στην πραγματικότητα ξέρουμε ότι πρόκειται για απόβαση αγοραστών.  Και μπορεί η πώληση των επιχειρήσεων μετά να παρουσιάζεται ως αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων (το είδαμε και με το ξεπούλημα των 14 περιφερειακών αεροδρομίων) αλλά σε κανένα βαθμό δεν εγγυάται πραγματικά μια άλλη αναπτυξιακή πορεία.

Το ερώτημα δεν είναι εάν θα αλλάξει ιδιοκτήτη ο ΟΛΘ (με την ολοκλήρωση της πώλησής του στην κοινοπραξία γερμανικών και γαλλικών κεφαλαίων και του… απαραίτητου Ιβάν  Σαββίδη) ή πιθανώς στο μέλλον η ΕΥΑΘ (όπως θα ήθελαν οι Γάλλοι), γιατί αυτό ούτε νέες θέσεις θα δημιουργήσει ούτε τη θέση των εργαζομένων θα βελτιώσει (μάλλον το ακριβώς αντίθετο).

Σε τελική ανάλυση, έχουμε πια και ορισμένα παραδείγματα για το τι σημαίνει αυτού του είδους το ξεπούλημα. Για παράδειγμα, η πώληση του ΟΛΠ στους Κινέζους, με τους όρους οποίους έγινε και με τον τρόπο που σήμερα διεκδικούν ένα ολόκληρο φάσμα δραστηριοτήτων εντός και εκτός λιμανιού, σε μια χώρα με μεγάλη παράδοση σε όλες τις δραστηριότητες σχετικά με τη ναυτιλία, αποτελεί αναπτυξιακή δυναμική; Ιδίως όταν και η κυβέρνηση αυτή εξακολουθεί να μην μπορεί να προτείνει ένα εφικτό σχέδιο για την προσέλκυση κεφαλαίων για δραστηριότητες ναυπηγοεπισκευής από έναν υπαρκτό και δυναμικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας που είναι η ναυτιλία.

Το χειρότερο δεν είναι οι δυσκολίες στο να προωθηθεί μια πολιτική που να συγκροτεί πραγματικά αναπτυξιακή δυναμική και μάλιστα με όρους επενδύσεων σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Το χειρότερο είναι ότι ολοένα και περισσότερο μάλλον χάνουμε και τις δεξιότητες για να το κάνουμε.  Κάποτε μια επιχείρηση στηριζόταν στη δημιουργικότητα, την τεχνική αποτελεσματικότητα, την εφευρετικότητα, την τρέλα ενίοτε αυτών που έστηναν τις επιχειρήσεις. Ανθρώπων που οραματίζονταν να φέρουν τεχνολογία, να αναπτύξουν μια παραγωγική διαδικασία, να εισάγουν ένα νέο προϊόν.

Στην εποχή του «πάρτι του χρηματιστηρίου» όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από τις δημόσιες σχέσεις, τις άκρες στο τραπεζικό σύστημα και από την ικανότητα «άντλησης κεφαλαίων» στη δημόσια εγγραφή, ανεξαρτήτως του τι και πώς θα παραγόταν. Και λίγο αργότερα, από την ικανότητα συγγραφής «τεχνικών δελτίων» για χρηματοδοτήσεις ΕΣΠΑ.

Κάποτε στα υπουργεία και τις τράπεζες έβρισκες ανθρώπους που γνώριζαν κλάδους, τεχνολογίες, τεχνικές δυνατότητες, προβλήματα. Σήμερα απλώς ανθρώπους που μπορούν να διαβάζουν έναν ισολογισμό και να κρίνουν την «επιλεξιμότητα» μιας πρότασης. Κι επιπλέον, μέσα σε μια συνθήκη όπου οι τράπεζες έχουν κλείσει τις ροές χρηματοδότησης, όπου η υπερφορολόγηση κατεξοχήν στρέφεται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπου η ύφεση μειώνει την αγοραστική δύναμη, όπου λειτουργούν σκληρά μονοπώλια, ποια περιθώρια υπάρχουν για να βγουν νέες επιχειρήσεις στο προσκήνιο, που να κάνουν επενδύσεις σε εξοπλισμό, τεχνολογία, σύγχρονες τεχνικές, έρευνα και ανάπτυξη, αξιοποίηση επιστημονικού δυναμικού και να παράγουν;

Ποιο περιθώριο δίνεται σε ανθρώπους που δεν θέλουν απλώς να κάνουν μια «αρπαχτή» ή να ροκανίσουν μια επιδότηση και μετά να παρατηρήσουν εργαζομένους και προμηθευτές απλώρωτους;

Ποιο κίνητρο δίνεται σε ανθρώπους να φτιάξουν παραγωγικές μονάδες υψηλού επιπέδου όταν π.χ. υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα και άμεσα κέρδη στην κατασκευή υπερκοστολογημένων οικίσκων στα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων ή στις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν να προμηθεύουν τη σίτισή τους;

Η «ανάπτυξη» δεν είναι οικονομικοί δείκτες. Είναι υπαρξιακή συνθήκη. Είναι τρόπος σκέψης και πρακτικής. Είναι εμπιστοσύνη και στήριξη στους ανθρώπους που θέλουν να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, που θέλουν όχι απλώς να «πιάσουν την καλή», αλλά να δημιουργήσουν κάτι. Και αυτά, προς το παρόν τουλάχιστον δεν τα βρίσκει κανείς ούτε στις κυβερνητικές εξαγγελίες ούτε προφανώς στις συζητήσεις με τους «θεσμούς».