Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να εντάξει τη συζήτηση στη Βουλή για την εξεταστική επιτροπή στην αντιπαράθεσή του με τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μόνο που αντικείμενο αυτή της συζήτησης δεν ήταν εάν το μέλλον της χώρας θα είναι «τα μνημόνια με ανθρώπινο πρόσωπο», που διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ή η επιστροφή σε έναν καθαρό νεοφιλελευθερισμό, που πρεσβεύει ο Κ. Μητσοτάκης. Δεν αφορούσε καν το υπαρκτό πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στα κόμματα και τους επιχειρηματίες, ζήτημα στο οποίο, κακά τα ψέματα, και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την αθωότητά του κάπου ανάμεσα στην τροπολογία για τη ΣΕΚΑΠ και το άγχος του «παππού» Φλαμπουράρη για την «επένδυση» στο Ελληνικό.

Η συζήτηση στη Βουλή αφορούσε τον Πάνο Καμμένο. Αφορούσε το εάν εντάσσεται στις αρμοδιότητες ενός υπουργού Εθνικής Άμυνας το να παίρνει τηλέφωνο έναν ισοβίτη και να τον προτρέπει να δώσει τη «σωστή» κατάθεση. Αφορούσε το αν ένας αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος μπορεί να μεταφέρει σε έναν ισοβίτη απειλές και προσφορές και να του αναλύει επιχειρηματικά και πολιτικά σχέδια για να στηθεί μια σκευωρία. Αφορά το αν υπουργοί, ανακριτικοί υπάλληλοι και δημοσιογράφοι μπορούν να συντονίζονται για να κινηθεί η διερεύνηση μιας υπόθεσης σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, ακόμη και αν αυτό είναι σε βάρος της αποκάλυψης της αλήθειας.

Από την πρώτη στιγμή που αποκάλυψα τα στοιχεία για τις συνομιλίες Γιαννουσάκη και Χριστοφορίδη, όπως και άλλες πτυχές της υπόθεσης, αυτά τα ερωτήματα έθεσα. Και αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν, εάν δεν θέλουμε η υπόθεση «Noor 1» να συνεχίσει να δηλητηριάζει τη δημόσια ζωή της χώρας.

Δεν ξέρω αν στον ΣΥΡΙΖΑ ή στο Μαξίμου εκτιμούν ότι η συντήρηση της υπόθεσης τους δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάζονται ως πολέμιοι της διαπλοκής των «βρώμικων» επιχειρηματιών. Εκτιμώ ότι έχουν και δεύτερες σκέψεις, ή τουλάχιστον το ελπίζω. Γιατί ο κίνδυνος από μια τέτοια διαχείριση της υπόθεσης είναι απλώς να πιστέψουν οι πολίτες ότι όλοι είναι διεφθαρμένοι, όλοι συγκαλύπτουν, τα κόμματα είναι ενεργούμενα των επιχειρηματιών. Και τότε η απαξίωση θα αφορά όλα τα κόμματα. Και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε να δώσει μια εικόνα, την οποία πρόβαλε και ο Πάνος Καμμένος, ότι το πόρισμα Μπρακουμάτσου απαλλάσσει τους δυνάμει φυσικούς αυτουργούς και άρα δεν νοείται «ηθικός αυτουργός» εφόσον δεν υπάρχει έγκλημα. Μόνο που εδώ υπάρχει μια λαθροχειρία.

Δεν αναφέρομαι μόνο στο γενικότερο πρόβλημα που συνιστά η παρέμβαση ενός υπουργού στη Δικαιοσύνη, αφού όντως η διάκριση των εξουσιών σημαίνει ότι ο υπουργός δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο του «καλού μπάτσου» σε μια ανάκριση, αυτού που λέει «πες τα, δώσε την κατάθεση, εμείς θα σε φροντίσουμε».

Αναφέρομαι σε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Το πόρισμα Μπρακουμάτσου παίρνει θέση μόνο για την κυρία Τζίβα, λέγοντας ότι γι’ αυτήν δεν προκύπτει κάτι επιλήψιμο. Το πόρισμα Μπρακουμάτσου δεν παίρνει θέση για τον Χριστοφορίδη, εφόσον ορθά παραπέμπει την υπόθεσή του στο Ναυτοδικείο. Μόνο που στην υπόθεση αυτή το κλειδί είναι όντως ο αξιωματικός του Λιμενικού. Γιατί σε αυτή την υπόθεση υπάρχουν αυτοί που έφτιαξαν το αφήγημα, και αυτοί που κινούνται εντός των ορίων του. Και το αφήγημα δεν φτιάχτηκε από την κυρία Τζίβα.

Το αφήγημα φτιάχτηκε γύρω από τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τις καταθέσεις του Γιαννουσάκη ο Χριστοφορίδης και την προσπάθεια να του αποσπάσει τη «σωστή» κατάθεση, σε συνδυασμό με τη χρήση υλικού από άσχετες δικογραφίες, άσχετα περιστατικά και υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών, σε μια προσπάθεια να στηθεί ουσιαστικά μια «υπόθεση», παράλληλα με την κανονική ανάκριση που έκανε ένα κρίσιμο βήμα με την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης για τους χρηματοδότες του φορτίου.

Άρα, λοιπόν, ακόμη και αν μείνουμε στη συζήτηση περί φυσικών και των ηθικών αυτουργών της χειραγώγησης της Δικαιοσύνης, σε πείσμα όσων είπε και ο πρωθυπουργός, υπάρχει ανοιχτό ερώτημα για τουλάχιστον έναν από όσους έχουν καταγγελθεί ως «φυσικοί αυτουργοί». Άρα απέχει από το να έχει «μπει στο αρχείο» η υπόθεση.

Όμως, πέραν αυτών καλά θα κάνει ο πρωθυπουργός να ξανακοιτάξει τις σημερινές παρεμβάσεις του Πάνου Καμμένου, όπως και συνολικά την πολιτεία και την πρακτική του και να αναρωτηθεί εάν αυτή είναι η «πατριωτική Δεξιά» που κάνοντας τη μεγάλη υπέρβαση συνεργάζεται με την Αριστερά για τη σωτηρία του τόπου.

Εκτός και αν στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποφασίσει ότι φυσικός τους σύμμαχος μπορεί να είναι ένα μείγμα παλαιοδεξιάς ρητορικής με απλές μεγαλοστομίες, που συνδυάζεται με κάθε είδους σχέσεις με επιχειρηματίες (πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει στο off the record το «αυτόν μας τον κουβάλησε ο Καμμένος»;), με συνομιλίες με ισοβίτες, με βόλτες στα καζίνα και επιδείξεις πλούτου. Δεν το νομίζω...