Σε τελευταία συνέντευξή του ο πρωθυπουργός -συγκεκριµένα στον ANT1 και την εκποµπή «Ενώπιος ενωπίω»- προέβη σε µια διαπίστωση σε σχέση µε τις δηµοσκοπήσεις και την αποδοχή που έχει η κυβέρνηση ύστερα από περίπου δύο χρόνια διακυβέρνησης. Συγκεκριµένα, υπογράµµισε: «Εξακολουθούµε να προηγούµαστε στις µετρήσεις µε µεγαλύτερη διαφορά -το τονίζω, µε µεγαλύτερη διαφορά- από αυτήν που είχαµε στις εκλογές του Ιουλίου 2019».

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται στον απόλυτο βαθµό από τα ίδια τα στοιχεία του συνόλου των δηµοσκοπήσεων. Πιο αναλυτικά: Η Νέα ∆ηµοκρατία στις εκλογές του Ιουλίου 2019 συγκέντρωσε ποσοστό στήριξης 39,85%, πετυχαίνοντας αυτοδυναµία µε 158 βουλευτές στο Κοινοβούλιο. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να συγκεντρώσει ποσοστό 31,53% και να εκλέξει 86 βουλευτές, εµφανιζόµενος ως ισχυρή αξιωµατική αντιπολίτευση, µε τρίτο σε έδρες κόµµα στο παρόν Κοινοβούλιο το ΚΙΝ.ΑΛ. µε 8,10% και 22 βουλευτές. Η διαφορά µεταξύ των δύο πρώτων κοµµάτων (διακυβέρνησης) στις κάλπες κινήθηκε σε ποσοστό 8,32%.

Στη συνέχεια, ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε στον σχηµατισµό της πρώτης του κυβέρνησης, µε σύνθεση, µάλιστα, που υπερέβη, ως προς την πολιτική προέλευση των προσώπων, τον «κλειστό πυρήνα» της Νέας ∆ηµοκρατίας, παρά την κοµµατική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και την αυτοδυναµία. Περίπου δύο µήνες µετά την ανακοίνωση των προγραµµατικών δηλώσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αρχίζουν δειλά-δειλά να διενεργούνται δηµοσκοπήσεις σε µη εκλογικό πλέον χρόνο. Αυτές από την αφετηρία µέχρι σήµερα, περίπου δυόµισι χρόνια µετά, δείχνουν µια διαφορά ανάµεσα στα δύο κόµµατα που κινείται από 8 µονάδες, στη χειρότερη συγκυρία για την κυβέρνηση, που ήταν µετά τις µεγάλες πυρκαγιές στην Εύβοια και τη Βαρυµπόµπη. και φθάνει στις 14 και 15 µονάδες στις πιο ευνοϊκές συγκυρίες γι’ αυτήν, όπως ήταν, για παράδειγµα, µετά την επιτυχή αντιµετώπιση του «υβριδικού πολέµου» από την Τουρκία στα σύνορα του Εβρου µε την «εργαλειοποίηση» των παράνοµων µεταναστών.

Η σταθερότητα της υπεροχής της Νέας ∆ηµοκρατίας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στο σύνολο των δηµοσκοπήσεων, σε σχέση και µε τα εκλογικά τους ποσοστά, µπορεί να εξηγηθεί ως «πλεόνασµα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη επί της εκλογικής επιρροής του κόµµατος της Νέας ∆ηµοκρατίας, όπως κατεγράφη στις εκλογές του 2019. Ετσι, το 8% µετεξελίχθηκε σε 12%, που είναι µια συνήθης διαφορά τους σε δηµοσκοπικό πλέον επίπεδο και µη εκλογικούς χρόνους. Στα πάγια πολιτικά δεδοµένα θα πρέπει να συνυπολογισθούν ότι, άσχετα µε τη συγκυρία, τα κόµµατα που βρίσκονται στη διακυβέρνηση, αλλά ακόµα και αυτά της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, παρουσιάζουν τάσεις αποσυσπείρωσης σε µη εκλογικές περιόδους, µε αποτέλεσµα στις δηµοσκοπήσεις να παρουσιάζεται, για παράδειγµα, µια σηµαντική µερίδα των ερωτωµένων να είναι απολύτως επικριτική και να υποστηρίζει το «κανένα από τα δύο» για τα κόµµατα και «κανένας από τους δύο», για τους επικεφαλής τους, δεν είναι ο καταλληλότερος για τη διακυβέρνηση.

Στη µετεκλογική περίοδο, στη διετία 2019-2021, η Νέα ∆ηµοκρατία κινείται σε ποσοστά της τάξης του 32%-34% , µε τον ΣΥΡΙΖΑ κατ’ αντιστοιχία να κινείται συνήθως πέριξ του 23%-24%, επιβεβαιώνοντας αυτήν την τάση. Ισχυρή είναι η αντίληψη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταγράφει «φθορά» έπειτα από δυόµισι χρόνια διακυβέρνησης, εξηγώντας την υπεροχή της στις δηµοσκοπήσεις έναντι του ΣΥΡΙΖΑ ως αποτέλεσµα της αδυναµίας του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης να χαράξει στρατηγική και να δηµιουργήσει σοβαρά δεδοµένα διεκδίκησης της διακυβέρνησης, µε τα σενάρια πρόωρης προσφυγής στις κάλπες να «θολώνουν» το τοπίο και να δηµιουργούν τελικά τεχνητή ένταση.

Αντίθετα, όµως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυξοµειώνει τη διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογα µε την πολιτική συγκυρία και την αποδοχή των χειρισµών της από τους πολίτες, εντός των περιθωρίων του «πλεονάσµατος» που έχει δηµιουργήσει η αποδοχή του κυβερνητισµού της, επί της εκλογικής επιρροής του κόµµατος της Ν.∆. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, µε τα σηµαντικά πράγµατι προβλήµατα συνοχής και στρατηγικής που έχει, σηµειώνει αποσυσπείρωση στο πλαίσιο της µη εκλογικής περιόδου. Εν ολίγοις: Μήπως να ξεχάσουµε την ούτως ή άλλως ατυχή θεωρία περί «ώριµου φρούτου»;