Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τον οίκο αξιολόγησης DBRS, αναγνωρισμένου οίκου από την ΕΚΤ, ήρθε στην ώρα της. Την Παρασκευή. Εν μέσω πλημμυρών και καταστροφής στη Θεσσαλία.

«Μια πολύ δύσκολη ώρα», όπως ομολόγησε και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Κ. Χατζηδάκης. Τα κριτήρια που επηρεάζουν θετικά τον καναδικό αυτόν οίκο αλλά, όπως προβλέπεται, και τις επερχόμενες σε θετική κατεύθυνση αξιολογήσεις των τριών ακόμη που έπονται μέχρι και το τέλος της χρονιάς είναι τρία: Πρώτον, η πολιτική σταθερότητα για την επόμενη τετραετία, όπως προέκυψε από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του Ιουνίου.

Δεύτερον, η πορεία των μεταρρυθμίσεων που σημαίνει, σε απλά ελληνικά, η συγκρότηση νέου κράτους, η αντιμετώπιση της δομικής διαφθοράς, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η ορθή λειτουργία των δικαστηρίων ώστε να εκδίδονται σε εύλογους χρόνους δικαστικές αποφάσεις. Τρίτον, η συνέχεια στη μείωση του χρέους σύμφωνα με τις διεθνείς και τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της χώρας μας, που ούτως ή άλλως εξελίσσεται πολύ καλά.

Μέχρι την 1η Δεκεμβρίου αναμένονται: οι αξιολογήσεις των Moody’s αρχικά, μέσα στην εβδομάδα, της S&P περί τις 10 Οκτωβρίου και του οίκου Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Με τα δεδομένα αυτά και με νέα ηγεσία στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον τελευταίο μήνα μιας απίστευτα δραματικής και περιπετειώδους χρονιάς θα εξελιχτεί η συζήτηση επί του Προϋπολογισμού για το 2024.

Η πρόβλεψη δείχνει ότι η χώρα μας, με ασφάλεια πλέον, ανακτά την επενδυτική της βαθμίδα και την αξιοπιστία της και στους διεθνείς οργανισμούς, ύστερα από 13 ολόκληρα χρόνια, και όχι μόνον στις αγορές που ήδη ενθαρρυμένες από τις πολιτικές και τη σταθερότητα μετά το 2018-2019 «βλέπουν» Ελλάδα.

Στην άλλη όχθη του ποταμού, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Έπειτα από μια σειρά καταστροφικών γεγονότων, που ξεκίνησαν από τη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, απέκτησαν ευρύτερη ένταση με τις μεγάλες και απολύτως καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού και κλιμακώθηκαν μέσα από το χάος και τον θάνατο που έφεραν οι πρωτοφανείς από πλευράς όγκου νερού πλημμύρες στην αρχή του φθινοπώρου, στη Θεσσαλία, η Ελλάδα βρίσκεται σε έναν ακήρυχτο πόλεμο με ακραία καιρικά φαινόμενα-θεομηνίες και μια ελλειμματική από πολλές απόψεις κρατική συγκρότηση και αξιόπιστο συντονισμό για την ανάσχεσή τους.

Είναι σημαντικό ότι οι δύο αυτές «εικόνες» «συναντώνται» στην προϋπόθεση, από τη μια, που θέτουν οι οίκοι αξιολόγησης για μια καλύτερη συνέχεια, και είναι οι επονομαζόμενες «μεταρρυθμίσεις», με την επείγουσα αναγκαιότητα, από την άλλη, που δημιουργεί η πραγματική ζωή για τη συγκρότηση ενός νέου κράτους. Κοινή προϋπόθεση, η πολιτική σταθερότητα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, με ορίζοντα τη συνταγματική προθεσμία του Ιουλίου 2027 ή, τουλάχιστον, του τέλους του 2026.

Οι Έλληνες, οι νοοτροπίες και ο χαρακτήρας των οποίων έχει διαταραχθεί πολύ σοβαρά μετά τη δεκαετία των μνημονίων και της διάψευσης στην πράξη όλων των ανεύθυνων δοξασιών, που η κομματοκρατία και το ρουσφέτι τούς έχει «εκπαιδεύσει» να βιώνουν ως «ανώτερη ηθική» σαράντα χρόνια τώρα, στην παρούσα φάση και εξαιτίας των διαδοχικών καταστροφών και του ελλείμματος συνοχής και συντονισμού του κρατικού μηχανισμού νιώθουν θλίψη, οργή και ανασφάλεια.

Έχουν, όμως, να επιλέξουν. Είτε συγκροτημένοι με τον πρωθυπουργό θα κοιτάξουμε μπροστά ως έθνος είτε θα χαθούμε στις «λάσπες» του χθες. Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να επιλέξει έναν κορυφαίο επιτελικό, που θα αναλάβει τον συντονισμό της διαχείρισης κρίσεων και της ανάσχεσης του ελλείμματος εσωτερικής κρατικής ασφάλειας, αλλά και την εποπτεία της μετάβασης των δομών του κράτους στην επόμενη εποχή.

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 11 Σεπτεμβρίου 2023.