H νέα θέση της Ελλάδας στη Δυτική Συμμαχία
Τα νέα δεδομένα
Η χώρα μας μπαίνει στο «κλαμπ των F-35» και εξοπλίζεται από τους Αμερικανούς ως «στενός σύμμαχος» και «πάροχος ασφάλειας»
Η νέα διεθνής στρατηγική της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία, με έμφαση στην τελευταία πενταετία, που βρίσκεται πλέον εκτός μνημονιακής χρεοκοπίας, αποδίδει και αλλάζει τo status quo που τη χαρακτηρίζει εντός της δυτικής συμμαχίας, αλλά και στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή.
Η «μεγάλη ανατροπή» άρχισε να συζητείται από την εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Παπανδρέου, συνεχίστηκε σε ιδιαίτερες συνθήκες εξαιτίας της δημοσιονομικής χρεοκοπίας επί πρωθυπουργίας του Α. Σαμαρά και άρχισε να παίρνει συγκεκριμένο σχήμα και δυναμική επί της πρωθυπουργίας του Αλ. Τσίπρα. Γεγονός που έχει την ειδική του σημασία, αφού κυβερνούσε, σε συνασπισμό βέβαια με ένα κόμμα της Δεξιάς, ένα αριστερό κόμμα. Το πρώτο στην ιστορία που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι εξελίξεις όμως καθορίστηκαν και ο νέος διεθνής ρόλος της χώρας εμπεδώθηκε μετά το 2019, επί διακυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη. Η βασική δομή της νέας στρατηγικής που υιοθετήθηκε και προωθήθηκε βασίστηκε στην εγκατάλειψη του δόγματος της «αδράνειας», που είχε κυριαρχήσει ως δεσπόζουσα στρατηγική μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τη διάθρωση μιας επεκτατικής από την πλευρά της ατζέντας σε βάρος των νόμιμων δικαιωμάτων της Ελλάδας στα χωρικά της ύδατα και τις ζώνες οικονομικής εκμετάλλευσης, με επίκεντρο το Αιγαίο.
Η στρατηγική της «αδράνειας διαμορφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μαζί με την αφετηρία της επονομαζόμενης εποχής της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας του Κ. Καραμανλή του πρεσβύτερου, ενώ δεν άλλαξε δραματικά ή εκθετικά στη μακρόχρονη περίοδο του ΠΑΣΟΚ, επί πρωθυπουργίας Α. Παπανδρέου ή Κ. Σημίτη. Στη βάση της επρόκειτο για μια διαρκή πολιτική αμυντική απέναντι στον επεκτατισμό της Τουρκίας, φοβική ως προς τους στόχους της με συνεχή προσδοκία ότι θα εφαρμοσθεί στην πράξη το διεθνές δίκαιο και η δεοντολογία και «ουδετερόφιλη» απέναντι στους ανταγωνισμό των «μεγάλων δυνάμεων», τόσο κατά τη μακρά περίοδο της μονοκρατορίας της Δύσης, όσο και στη συνέχεια, όταν ο πολυκεντρισμός στο παγκόσμιο «power game» ανέδειξε τις δεσποτικές ηπειρωτικές δυνάμεις της Ασίας. Η νέα στρατηγική βασίστηκε στην κινητικότητα και σε μια αναβαθμισμένη, βασική σχέση με τις ΗΠΑ, λύνοντας κάποια χρόνια ζητήματα όπως το Σκοπιανό -απεγκλωβισμός από το βαλκανικό μέτωπο συσχε τισμών- με την αμφιλεγόμενη πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας «συμφωνία των Πρεσπών» και μια πιο επιθετική πολιτική αρχών στις διαπραγματεύσεις για το χρονίζον Κυπριακό.
Το πιο ουσιαστικό όμως στρατηγικά ήταν ότι η Ελλάδα κινήθηκε με στόχο μια αυτοτελή σχέση με τις ΗΠΑ, έναντι μιας αυτόνομης στρατιωτικά Ευρώπης -που ούτως ή άλλως μόνον ως διακήρυξη άνευ περιεχομένου εξαγγέλλεται - κινούμενη ταυτόχρονα διεθνοπολιτικά προς την Ανατολική Μεσόγειο, με τη συγκρότηση περιφερειακών συνεκτικών συμμαχιών στην Εγγύς Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Πάρα την αρχική καχυποψία των Αμερικανών για τη σταθερότητα και τη συνέχεια στρατηγικών, από την «τακτικιστική» και εξαρτώμενη από τη συνεχή ρευστότητα του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού της Ελλάδας, οι εξελίξεις δικαίωσαν τους αισιόδοξους.
Η Ελλάδα στο πέρασμα μάλιστα από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στη μονοκομματική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όχι μόνον δεν άλλαξε προσανατολισμό, στις διαφορετικές μάλιστα παγκόσμιες ισορροπίες, αλλά διά του πρωθυπουργού της, Κ. Μητσοτάκη, εξελίχθηκε σε έναν πολύ στενό και θαρραλέο «σύμμαχο» της Δύσης. Στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, την Εγγύς Ανατολή, το θερμό μέτωπο που άνοιξε στη Γάζα τελευταία. Η παρουσία και η ομιλία άλλωστε του Έλληνα πρωθυπουργού στην κοινή συνεδρίαση του Αμερικανικού Κογκρέσου υπήρξε εμβληματική ως προς την αφετηρία της νέας εποχής ταυτόχρονα με τις πυκνές πλέον επαφές Αθήνας - Ουάσιγκτον που είχαν προηγηθεί και τη διμερή στρατηγική συμφωνία που ακολούθησε.
Στην παρούσα φάση η Ελλάδα μπαίνει στο «κλαμπ των F-35» και εξοπλίζεται από τους Αμερικανούς όχι πλέον ως δύναμη σταθερότητας στην περιοχή, αλλά ως «στενός σύμμαχος» και «πάροχος ασφάλειας» για τα δυτικά συμφέροντα…
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 29/1
Η «μεγάλη ανατροπή» άρχισε να συζητείται από την εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Παπανδρέου, συνεχίστηκε σε ιδιαίτερες συνθήκες εξαιτίας της δημοσιονομικής χρεοκοπίας επί πρωθυπουργίας του Α. Σαμαρά και άρχισε να παίρνει συγκεκριμένο σχήμα και δυναμική επί της πρωθυπουργίας του Αλ. Τσίπρα. Γεγονός που έχει την ειδική του σημασία, αφού κυβερνούσε, σε συνασπισμό βέβαια με ένα κόμμα της Δεξιάς, ένα αριστερό κόμμα. Το πρώτο στην ιστορία που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι εξελίξεις όμως καθορίστηκαν και ο νέος διεθνής ρόλος της χώρας εμπεδώθηκε μετά το 2019, επί διακυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη. Η βασική δομή της νέας στρατηγικής που υιοθετήθηκε και προωθήθηκε βασίστηκε στην εγκατάλειψη του δόγματος της «αδράνειας», που είχε κυριαρχήσει ως δεσπόζουσα στρατηγική μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τη διάθρωση μιας επεκτατικής από την πλευρά της ατζέντας σε βάρος των νόμιμων δικαιωμάτων της Ελλάδας στα χωρικά της ύδατα και τις ζώνες οικονομικής εκμετάλλευσης, με επίκεντρο το Αιγαίο.
Η στρατηγική της «αδράνειας διαμορφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μαζί με την αφετηρία της επονομαζόμενης εποχής της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας του Κ. Καραμανλή του πρεσβύτερου, ενώ δεν άλλαξε δραματικά ή εκθετικά στη μακρόχρονη περίοδο του ΠΑΣΟΚ, επί πρωθυπουργίας Α. Παπανδρέου ή Κ. Σημίτη. Στη βάση της επρόκειτο για μια διαρκή πολιτική αμυντική απέναντι στον επεκτατισμό της Τουρκίας, φοβική ως προς τους στόχους της με συνεχή προσδοκία ότι θα εφαρμοσθεί στην πράξη το διεθνές δίκαιο και η δεοντολογία και «ουδετερόφιλη» απέναντι στους ανταγωνισμό των «μεγάλων δυνάμεων», τόσο κατά τη μακρά περίοδο της μονοκρατορίας της Δύσης, όσο και στη συνέχεια, όταν ο πολυκεντρισμός στο παγκόσμιο «power game» ανέδειξε τις δεσποτικές ηπειρωτικές δυνάμεις της Ασίας. Η νέα στρατηγική βασίστηκε στην κινητικότητα και σε μια αναβαθμισμένη, βασική σχέση με τις ΗΠΑ, λύνοντας κάποια χρόνια ζητήματα όπως το Σκοπιανό -απεγκλωβισμός από το βαλκανικό μέτωπο συσχε τισμών- με την αμφιλεγόμενη πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας «συμφωνία των Πρεσπών» και μια πιο επιθετική πολιτική αρχών στις διαπραγματεύσεις για το χρονίζον Κυπριακό.
Το πιο ουσιαστικό όμως στρατηγικά ήταν ότι η Ελλάδα κινήθηκε με στόχο μια αυτοτελή σχέση με τις ΗΠΑ, έναντι μιας αυτόνομης στρατιωτικά Ευρώπης -που ούτως ή άλλως μόνον ως διακήρυξη άνευ περιεχομένου εξαγγέλλεται - κινούμενη ταυτόχρονα διεθνοπολιτικά προς την Ανατολική Μεσόγειο, με τη συγκρότηση περιφερειακών συνεκτικών συμμαχιών στην Εγγύς Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Πάρα την αρχική καχυποψία των Αμερικανών για τη σταθερότητα και τη συνέχεια στρατηγικών, από την «τακτικιστική» και εξαρτώμενη από τη συνεχή ρευστότητα του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού της Ελλάδας, οι εξελίξεις δικαίωσαν τους αισιόδοξους.
Η Ελλάδα στο πέρασμα μάλιστα από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στη μονοκομματική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όχι μόνον δεν άλλαξε προσανατολισμό, στις διαφορετικές μάλιστα παγκόσμιες ισορροπίες, αλλά διά του πρωθυπουργού της, Κ. Μητσοτάκη, εξελίχθηκε σε έναν πολύ στενό και θαρραλέο «σύμμαχο» της Δύσης. Στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, την Εγγύς Ανατολή, το θερμό μέτωπο που άνοιξε στη Γάζα τελευταία. Η παρουσία και η ομιλία άλλωστε του Έλληνα πρωθυπουργού στην κοινή συνεδρίαση του Αμερικανικού Κογκρέσου υπήρξε εμβληματική ως προς την αφετηρία της νέας εποχής ταυτόχρονα με τις πυκνές πλέον επαφές Αθήνας - Ουάσιγκτον που είχαν προηγηθεί και τη διμερή στρατηγική συμφωνία που ακολούθησε.
Στην παρούσα φάση η Ελλάδα μπαίνει στο «κλαμπ των F-35» και εξοπλίζεται από τους Αμερικανούς όχι πλέον ως δύναμη σταθερότητας στην περιοχή, αλλά ως «στενός σύμμαχος» και «πάροχος ασφάλειας» για τα δυτικά συμφέροντα…
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 29/1