Οι πολίτες θέλουν να νιώθουν ότι έχουν στη διακυβέρνηση έναν πρωθυπουργό που µπορεί, θέλει και έχει τις δυνατότητες µε ψυχραιµία και αποφασιστικότητα να διαχειρισθεί τα µεγάλα ζητήµατα της χώρας, αλλά και εκείνα που βαραίνουν στην καθηµερινότητα των πολιτών µε µεθοδικότητα και µετρήσιµη αποτελεσµατικότητα.

Οι πολίτες στην Ελλάδα, µετά τη δραµατική περιπέτεια της χρεοκοπίας και της των µνηµονίων απώλειας περιουσίας, ιδιωτικής και δηµόσιας, δεν επιζητούν τη «φανφάρα», τον εντυπωσιασµό των συνθηµάτων, τις διακηρύξεις για εύκολες, άµεσες λύσεις. Γνωρίζουν ότι τα προβλήµατα, τόσο της χώρας όσο και τα δικά τους, ατοµικά ή οικογενειακά, είναι περίπλοκα. Χρειάζονται χρόνο και δεν θα λυθούν µε «µαγικό ραβδάκι».

Οι σχέσεις του πρωθυπουργού Μητσοτάκη µε τους πολίτες, εν συνόλω και όχι µόνον µε τους ψηφοφόρους του κόµµατός του, είναι αυτό που ονοµάζεται εµπιστοσύνη. Είναι ένας υγιής συσχετισµός κυβερνήτη - κυβερνώµενου, µε τον πρώτο να αναλαµβάνει τη συλλογική ευθύνη της πολιτικής και στα δύσκολα και στα εύκολα, και στις καλές στιγµές και στις κακές, και τους υπόλοιπους να έχουν την ευχέρεια -ακόµη και όταν νιώθουν µε κάποιες καθυστερήσεις ή αστοχίες ή διαφορετικές πολιτικές δυσαρεστηµένοι- του αισθήµατος ασφάλειας ότι η ηγεσία της χώρας τελικά θα βρει λύσεις και διεξόδους.

Η συνέντευξη που επέλεξε να παραχωρήσει ο πρωθυπουργός στον συνάδελφο κ. Σρόιτερ στον διαδικτυακό τόπο Πρώτο Θέµα, επιστρέφοντας από την πασχαλινή ανάπαυλα, ήταν σηµαντική. Ακριβώς γιατί µετά από µια βραχεία περίοδο έντονων αναταράξεων στη σχέση πρωθυπουργού - πολιτών, που προέκυψε για διάφορους και διαφορετικούς λόγους, η εµπιστοσύνη πρωθυπουργού - πολιτών ανασυντίθεται. Αυτό δεν προκύπτει µόνον από τη δηµοσκοπική εικόνα αλλά και από τη γενικότερη πολιτική και κοινωνική ατµόσφαιρα.

Οι προσπάθειες κάποιων κύκλων της αντιπολίτευσης αλλά και κάποιων κέντρων εκτός Ελλάδας, που θα επιθυµούσαν και στη χώρα µας ένα κλίµα µεγαλύτερης αναταραχής και ρευστότητας, δεν ευδοκίµησαν για δύο λόγους. Ο ένας σχετίζεται µε τους χειρισµούς του πρωθυπουργού αλλά και άλλων ηγετικών κύκλων της κοινωνικής και πολιτειακής συγκρότησης της χώρας. Για παράδειγµα, της Εκκλησίας ή της Προεδρίας της ∆ηµοκρατίας. Ο άλλος µε το γενικότερο κλίµα στην κοινωνία, όπου -ακόµη σε χρονικές συγκυρίες µεγάλης αµφισβήτησης κάποιων κυβερνητικών επιλογών, τραγωδιών από ατυχήµατα ή καταστροφές, αδυναµιών του συστήµατος να λύσει δοµικά ζητήµατα όπως αυτά µε τον πληθωρισµό της απληστίας, την κατάσταση στον τοµέα της Υγείας, τη διαφθορά, τη λειτουργικότητα του κράτους- ο στόχος της δυσαρέσκειας δεν είναι «να πέσει ο Μητσοτάκης», αλλά να πιεσθεί η κυβέρνηση να γίνει πιο αποτελεσµατική. Ο συσχετισµός των παραπάνω εγγυάται την ευταξία και τη συνοχή της χώρας αλλά και του λαού εν µέσω κρίσεων διεθνών και εγχώριων. Πέραν των προβληµάτων που υπάρχουν, οι Έλληνες πολίτες βλέπουν ότι το διεθνές περιβάλλον αλλά και η «γειτονιά» µας χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο από γκρίζα ή µαύρα σύννεφα. ∆εν περνά απαρατήρητη η επιθετικότητα από την Τουρκία, οι περιπλοκές που αυξάνονται στη Βαλκανική µε τα Σκόπια ή την Αλβανία, οι εµπλοκές στην Ευρώπη, τα µέτωπα του πολέµου στην Ουκρανία ή τη Γάζα.

Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός, µε τη συνέντευξή του αυτή, έστειλε τα κατάλληλα µηνύµατα στους πολίτες. Για τη σταθερότητα διακυβέρνησης της χώρας, που θα πρέπει να θεωρείται δεδοµένη µέχρι τις επόµενες εθνικές εκλογές τον Ιούνιο 2027, τις αντιδράσεις της Ελλάδας στις ανάρµοστες αποφάσεις της Τουρκίας σχετικά µε τον Βυζαντινό πολιτισµό, τον λαϊκισµό και τις σκοπιµότητες Ράµα, τις εθνικές στρατηγικές για την Ευρώπη, την προεδρία της ∆ηµοκρατίας, το κυβερνητικό πλάνο στις εσωτερικές πολιτικές. Τελικά όλα είναι ένα ζήτηµα εµπιστοσύνης. Και αυτή υπάρχει µεταξύ πρωθυπουργού και πολιτών, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει σε διάφορους κακόβουλους ή καιροσκόπους…

*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή» στις 10/05/2024