Οι παράμετροι του «Ανήκομεν εις την Δύσιν»
Τα κριτήρια της εύρωστης οικονομίας και της ισχυρής άμυνας και οι προκλήσεις σε Βαλκάνια, Ευρώπη και Μεσόγειο.
Tο πού ανήκει η Ελλάδα είναι γνωστό. Χρειάστηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης να το προσδιορίσει επακριβώς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τη λιτή φράση «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Και χρειάστηκε να το κάνει αυτό, για να υπενθυμίσει το μετά τον πόλεμο αυτονόητο στον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος «αλληθώριζε», για λόγους τακτικής βεβαίως, όχι προς το Σιδηρούν Παραπέτασμα, αλλά προς τον Τρίτο Κόσμο και τους Αραβες ειδικότερα.
Στο δυτικό στρατόπεδο εξακολουθεί -ευτυχώς- να ανήκει η Ελλάδα και με αριστερή κυβέρνηση, η οποία, προφανώς σε αναντιστοιχία με τις νεοκομμουνιστικές ιδεολογικές εμμονές της, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία. Η διαφορά από την περίοδο Κωνσταντίνου Καραμανλή -πολιτικά ανίερη, βεβαίως, σύγκρισηείναι ότι, επιβεβαιώνοντας αυτός πού ανήκει η χώρα, είχε και το ανάστημα να αντιτάσσεται σε συμμαχικούς παραλογισμούς και, κυρίως, να τον αντιμετωπίζουν ως ίσο προς ίσον. Η έλλειψη αυτών των δυνατοτήτων από τον πρωθυπουργό των 44 ετών είναι φυσικό να οδηγεί, αντί σε συνεννοήσεις επ’ αμοιβαιότητι, σε πειθάρχηση σε εντολές. Μια στάση που εμπεριέχει ένα σοβαρό μειονέκτημα για τις διακρατικές και συμμαχικές σχέσεις. Δεν σε λαμβάνουν σοβαρά υπόψη.
Η ατυχία για τη χώρα -που δεν προκλήθηκε από τη μοίρα, αλλά από λαϊκή επιλογή- είναι ότι η εξωτερική πολιτική, σε πολύ δύσκολους καιρούς -που τους προσδιορίζουν εύφλεκτες γειτνιάσεις, συρράξεις στην περιοχή και μία παραπαίουσα Ευρώπη- ασκείται από άπειρους και ερασιτέχνες. Οι οποίοι αποφεύγουν να λαμβάνουν υπόψη και την πολυετή εμπειρία των επαγγελματιών του τομέα, που δεν είναι άλλοι από τα μέλη του διπλωματικού σώματος. Η εξωτερική πολιτική ταυτίζεται με το διεθνώς αποδεκτό περιεχόμενο της διπλωματίας: τις ισορροπίες. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για αδύναμες χώρες ή εκείνες που βρίσκονται, έστω και περιστασιακά, σε τέτοια αδυναμία, όπως η δική μας, μολονότι το περιστασιακό της σημερινής κατάστασής της δεν διακρίνεται για την προσωρινότητά του.
Σήμερα η Ελλάδα έχει ένα βασικότατο μειονέκτημα, που είναι η οικονομική καχεξία της και η υποθήκευση της οικονομίας της στους δανειστές της.
Αυτό σημαίνει: Πρώτον, εξαρτήσεις και υποταγή σε εντολές, στην καλύτερη των περιπτώσεων, και εκβιασμούς, στη χειρότερη. Δεύτερον, αδυναμία χρησιμοποίησης πόρων για ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας από μια χώρα όπως η δική μας, που τελεί υπό συνεχή απειλή, με ασταθή περίγυρο στα βόρεια σύνορά της. Ουδόλως τυχαίο είναι -και αναδεικνύει την αδυναμία εναλλακτικών λύσεων- ότι ως αντιστάθμισμα των οικονομικών απωλειών για τη μείωση του ΦΠΑ σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου επελέγη η περικοπή αμυντικών δαπανών! Τρίτον, είναι γνωστόν ότι μια αποτελεσματική διπλωματία είναι συνάρτηση μιας εύρωστης οικονομίας και μιας ισχυρής άμυνας.
Υπό τις παραπάνω, λοιπόν, δυσμενείς προϋποθέσεις, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ασκεί την εξωτερική πολιτική της και να ρυθμίζει τις διακρατικές σχέσεις της. Πράγμα που σημαίνει ότι η έννοια των ισορροπιών προσλαμβάνει κυρίαρχη θέση στην εξωτερική πολιτική.
Ακολουθείται, επομένως, κάποια σώφρων τακτική; Στα Βαλκάνια η εσπευσμένη παροχή εθνικής ταυτότητας και γλώσσας στους Σκοπιανούς -σκοπίμως δεν αναφέρει ο γράφων «εσπευσμένη υπογραφή συμφωνίας- αποκάλυψε την απουσία ανταλλαγμάτων, ενώ ανέδειξε, εμμέσως, τον φόβο επιπτώσεων σε βάρος της χώρας, αν δεν παρέχονταν στα Σκόπια όσα η ηγεσία τους είχε ανάγκη. Συγχρόνως, προκάλεσε προβληματισμό σε βάρος μας σε άλλες χώρες, όπως η Σερβία και η Βουλγαρία – με την οποία διατηρούμε πλέον άριστες σχέσεις, λαμβανομένου υπόψη του παρελθόντος. Ενώ στις σχέσεις με την Αλβανία, που έχει αθετήσει την προηγούμενη συμφωνία για την ΑΟΖ, η ελληνική σπουδή για διευθετήσεις παραβλέπει το γεγονός ότι τα σημερινά Τίρανα είναι υποχείριο της Αγκυρας.
Οσον αφορά την Τουρκία, η αντιμετώπισή της, διπλωματικώς, είναι τραγική, καθώς είναι εμφανές από έμπρακτες ενέργειες ότι στη θέση του αδυνάμου βρίσκεται η Ελλάδα. Το τελευταίο χατίρι στον Τ.Ερντογάν με την εκλογή του λοιπού των μουφτήδων αντί του διορισμού τους -που συνεπαγόταν προσήλωσή τους στους ελληνικούς νόμους και το Σύνταγμα- επιβεβαιώνει την αδυναμία μας.
Μία ακόμη ένδειξη της αδυναμίας της κυβέρνησης ακόμη και να συζητήσει τα αυτονόητα είναι η περίπτωση της πώλησης των αεροσκαφών F-35 από τις ΗΠΑ στην Τουρκία, η οποία βεβαίως απετράπη από την ίδια την αμερικανική Γερουσία, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη στάση Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ. Ενώ θα έπρεπε να έχει προηγηθεί -όπως γινόταν στο παρελθόν- μια συνεννόηση με τις ΗΠΑ, με την επισήμανση ότι η Ελλάδα είναι σταθερός σύμμαχος, που αναγνωρίζει και η Ουάσινγκτον, και η πώληση επιθετικών όπλων στην Αγκυρα είναι σε βάρος της χώρας μας, που συνεχώς απειλείται από τη γείτονα. Οταν μάλιστα στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας έχουν συμβάλει και οι συνεχείς εξοπλισμοί, που ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι αυτό που απαιτούν οι ΗΠΑ για χώρες του ΝΑΤΟ. Και η Ελλάδα είναι συνεπέστερη της... Γερμανίας.
Στην Ευρώπη, όπου ο ευρωσκεπτικισμός εξαιτίας του Βερολίνου είναι μεγάλος, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη συνοχή της ΕΕ, η ελληνική αφωνία είναι συνάρτηση των δανειακών δεσμεύσεών της και της υποταγής του Αλ.Τσίπρα στο Βερολίνο. Η μόνη θετική εξέλιξη στο ευρύτερο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής είναι η εξ ανάγκης προσήλωση και συμμετοχή της Ελλάδας στην τριγωνική σχέση με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Παρά τις εγγενείς αδυναμίες, η κυβέρνηση θα έπρεπε να αντιληφθεί τη σημασία των ισορροπιών που προαναφέρθηκαν. Αντιθέτως, ο τρόπος που χειρίστηκε το ζήτημα με τη Ρωσία -η οποία ξέρει καλά σε ποιο στρατόπεδο ανήκομεν- και την απέλαση Ρώσων διπλωματών δεν αναδεικνύει μόνο πόσο άπειρη είναι η κυβέρνηση, αλλά και πόσο ερασιτεχνική.
Τούτων δοθέντων και με τις συγκεκριμένες μειονεξίες που έχουμε πλέον ως χώρα, ίσως η μόνη τακτική που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε -παραμένοντας βεβαίως εκεί όπου «ανήκομεν»- είναι η τακτική... Τραμπ: διακρατικές συμφωνίες και συμμαχίες με αμοιβαία οφέλη. Τακτική που, βεβαίως, χρειάζεται έμπειρους διαχειριστές...