Είναι δεδομένο ότι βρισκόμαστε ενόψει της έναρξης ενός νέου κύκλου ελληνοτουρκικών συνομιλιών, οι οποίες, ανεξαρτήτως του πώς θα ονομαστούν, θα είναι διαπραγματεύσεις. Η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, συνιστά ουσιαστικά το εναρκτήριο λάκτισμα. Δεν είναι, όμως, ακόμα σαφές σε ποιο επίπεδο θα αρχίσουν οι συνομιλίες και πώς θα εξελιχθούν στη συνέχεια. Χωρίς αμφιβολία, είναι θετικό να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά όποιος στην Ελλάδα δεν θέλει να βάζει το κεφάλι στην άμμο, αναγνωρίζει ότι οι μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της Άγκυρας δεν αφήνουν περιθώριο για εποικοδομητική διαπραγμάτευση και πολύ περισσότερο για επίλυση της ελληνοτουρκικής διένεξης. Τα δύο κράτη δεν τα χωρίζει μία διαφορά, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, όπως είναι η θέση της Αθήνας.

Εάν συνέβαινε αυτό, τα πράγματα θα ήταν μάλλον απλά. Θα μπορούσαν να λύσουν τη διαφορά διμερώς ή με παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Το πρόβλημα είναι άλυτο ή τουλάχιστον δυσεπίλυτο, λόγω των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων σε βάρος όχι μόνο ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και ελληνικής κυριαρχίας. Από το 1973-74, που ξεκίνησε η σύγχρονη περίοδος της ελληνοτουρκικής διένεξης, η Άγκυρα γεμίζει το καλάθι του επεκτατισμού της, προσθέτοντας κάθε τόσο και μία νέα μονομερή διεκδίκηση. Το γεγονός ότι αυτές δεν εδράζονται στο διεθνές δίκαιο είναι για τους Τούρκους λεπτομέρεια. Το σημαντικό γι’ αυτούς είναι να τις καλλιεργούν συστηματικά στο πολιτικό επίπεδο, δημιουργώντας στη διεθνή κοινότητα την εντύπωση πως πρόκειται για πραγματική διαφορά, η οποία πρέπει να επιλυθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Επειδή, όμως, στο τραπέζι βρίσκονται μόνο οι τουρκικές μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις, από μία διαπραγμάτευση επ’ αυτών η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο να κερδίσει, αφού στην ατζέντα δεν βρίσκεται κανένα δικό της κυριαρχικό δικαίωμα και πολύ περισσότερο καμία αμφισβήτηση κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, οι επικείμενες συνομιλίες-διαπραγματεύσεις είναι από τη φύση τους συνταγή ή για απαράδεκτες ελληνικές παραχωρήσεις ή για ναυάγιο και όξυνση.

Επειδή ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι επιθυμητό, απαιτείται εξαιρετικά προσεκτικός χειρισμός, ώστε και η θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις να κρατιέται χαμηλά και η Ελλάδα να μην εισέρχεται σε ολισθηρό έδαφος κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και έτσι να μη φτάνει ο κόμπος στο χτένι. Πρόκειται για πολύ δύσκολη διπλωματική ισορροπία, δεδομένου ότι η Άγκυρα πιέζει οι όποιες συνομιλίες να προσλάβουν επίσημο χαρακτήρα και βεβαίως να ασχοληθούν με την ουσία των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων (τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, «Γαλάζια Πατρίδα», διχοτόμηση του Αιγαίου, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, «γκρίζες ζώνες» κ.λπ.).

Τα παραπάνω πρακτικά σημαίνουν ότι το πρόβλημα της Ελλάδας με τον τουρκικό επεκτατισμό είναι πάγιο και στρατηγικής φύσεως και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Κανείς δεν θέλει ένταση και κρίση, αλλά δεν είναι η Ελλάδα που την προκαλεί. Ούτε η κρίση αποφεύγεται με καλοπιάσματα. Ο Ερντογάν είναι παίκτης που δεν παραμυθιάζεται με λόγια του αέρα. Αυτή είναι και η αιτία που είχε βάλει τον Μητσοτάκη «στον πάγο». Από την άλλη, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση στις επεκτατικές διεκδικήσεις, προσπαθεί εν τω μεταξύ να κερδίσει διπλωματικούς πόντους όπου και όπως μπορεί. Έτσι, παζαρεύει με το ΝΑΤΟ το πράσινο φως για την ένταξη της Σουηδίας και στο πλαίσιο αυτό κέρδισε, εκτός των άλλων, δύο πόντους: Πρώτος, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναφέρεται στα έγγραφα της Συμμαχίας όχι με το όνομά της, αλλά με τις γεωγραφικές συντεταγμένες της! Είναι ακόμα ένα βήμα αμφισβήτησης της κρατικής υπόστασης της ημικατεχόμενης Κυπριακής Δημοκρατίας, παρότι είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Δεύτερος πόντος είναι ότι το ΝΑΤΟ θα αποκαλεί τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια «Τουρκικά Στενά» και όχι όπως τα αποκαλεί η ισχύουσα διεθνής Συνθήκη του Μοντρέ. Δεν πρόκειται, βεβαίως, για απλό πρόβλημα ονομασίας. Πρόκειται για έμμεση αμφισβήτηση της Συνθήκης του Μοντρέ, δηλαδή για ένα βήμα με σκοπό τα Στενά να πάψουν να διέπονται από διεθνές καθεστώς και άρα να μπορεί η Τουρκία να τα ανοίγει ή να τα κλείνει κατά τα εκάστοτε συμφέροντά της.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η Άγκυρα κέρδισε τους δύο αυτούς πόντους με τη συναίνεση της Αθήνας, η οποία προφανώς τήρησε αυτή τη «γενναιόδωρη» στάση ως κίνηση καλής θέλησης, με σκοπό να διατηρήσει καλό το κλίμα ενόψει της συνάντησης Μητσοτάκη - Ερντογάν. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν χαμηλής έντασης κατευνασμό, μέσω φαινομενικά ανώδυνων υποχωρήσεων. Είναι, όμως, ανώδυνη υποχώρηση η Κυπριακή Δημοκρατία να αναφέρεται όχι με το όνομά της, αλλά με τις γεωγραφικές συντεταγμένες; Προφανώς όχι. Και εάν η Λευκωσία δεν συμμετέχει στο ΝΑΤΟ για να διαμαρτυρηθεί, δεν έπρεπε να αντιδράσει η Αθήνα και να εμποδίσει αυτό το δώρο προς την Τουρκία; Ο Μητσοτάκης όφειλε να έχει διδαχθεί από την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων τον τελευταίο μισό αιώνα ότι υπάρχουν όρια και στην προσωπική διπλωματία, όπως επίσης και στους τακτικού χαρακτήρα χειρισμούς. Οι διμερείς σχέσεις έχουν και φορτωθεί και φορτισθεί επικίνδυνα. Η μείωση της θερμοκρασίας έχει αξία, υπό την προϋπόθεση ότι για να την επιτύχει η Αθήνα δεν αναλαμβάνει δεσμεύσεις, έστω και προφορικές, που θα τις βρει μπροστά της.

Εγκλωβισμένη στις δικές της αντιφάσεις και η ΕΕ έχει αποδειχθεί ανίκανη να δει τη μεγάλη εικόνα σε σχέση με την Τουρκία του Ερντογάν και να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, λαμβάνοντας υπόψη τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα των χωρών-μελών της. Όταν ο Ερντογάν είχε πρωτοαμφισβητήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης, το Βερολίνο είχε αντιδράσει με τον εξής ποντιοπιλατικό τρόπο: «Μας είναι γνωστό πως υπάρχουν διαφορές εδώ και δεκαετίες. Διαφορές απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η γερμανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι αυτές οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά. Κατά τα άλλα, δεν εκφράζει άποψη και σίγουρα δεν θα πάρει το μέρος κανενός»!

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» την Κυριακή 9 Ιουλίου 2023