Το πολιτικό σκηνικό που διαμόρφωσε η κάλπη της 25ης Ιουνίου είχε προδιαγραφεί από το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου. Μέχρι την περασμένη Κυριακή, ωστόσο, υπήρχαν δύο ερωτήματα: Πρώτον, εάν η ΝΔ θα αποσπάσει αυτοδυναμία, που όλα έδειχναν ότι θα συμβεί, αφού το δίλημμα «αυτοδυναμία ή τρίτες εκλογές» ήταν πειστικό και διατήρησε ψηλά την εκλογική συσπείρωση της ΝΔ. Δεύτερον, εάν το ΠΑΣΟΚ θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί την καθοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει ένα νέο εκλογικό άλμα και να εγγράψει υποθήκες για να αναδειχθεί προοπτικά αξιωματική αντιπολίτευση. Η Χαριλάου Τρικούπη είχε μία ιστορική ευκαιρία, αλλά στάθηκε ανίκανη να την αξιοποιήσει. Όπως δεν είχε εκμεταλλευτεί τη δυναμική που είχε δημιουργηθεί τον Δεκέμβριο του 2021, με τις ενδοπαραταξιακές εκλογές ανάδειξης νέου αρχηγού, έτσι και τώρα ο Ανδρουλάκης αποδείχθηκε πολιτικά ανεπαρκής. Εάν είχε προσεγγίσει το 15%, η φιλοδοξία του στις επόμενες εκλογές να εκτοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από τη δεύτερη θέση θα είχε εγγραφεί στην πολιτική ατζέντα.

Έτσι όπως διαμόρφωσε τον πολιτικό και κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων η κάλπη της 25ης Ιουνίου, υπάρχει μία ισχυρή κυβέρνηση, αλλά ουσιαστικά δεν υπάρχει αξιωματική αντιπολίτευση, αφού όλα δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει την κάτω βόλτα και το ΠΑΣΟΚ είναι ανίκανο να καλύψει το κενό και να επανέλθει ως βασικός εκφραστής της Κεντροαριστεράς. Είναι προφανές ότι τα δύο αυτά κόμματα δεν πρόκειται να εισέλθουν σε διαδικασία πολιτικής σύγκλισης, με σκοπό σε πρώτο χρόνο την ανασυγκρότηση του χώρου και σε δεύτερο τη διεκδίκηση της εξουσίας. Πιθανότατα θα αναλωθούν σε έναν μεταξύ τους ανταγωνισμό, με σκοπό την επικράτηση στην Κεντροαριστερά. Αυτή η προοπτική ουσιαστικά θα αφήσει και κοινοβουλευτικά και ευρύτερα πολιτικά ελεύθερο το πεδίο στη ΝΔ του Μητσοτάκη να κινηθεί όπως θέλει. Κι αυτό είναι κακό για τη δημοκρατία. Κάθε κυβέρνηση πρέπει να νιώθει στον σβέρκο της την ανάσα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μόνο έτσι κι όχι με λόγια και προτροπές θα αποφύγει φαινόμενα καταχρήσεων και αλαζονείας στην άσκηση της εξουσίας.

Σε ό,τι αφορά τα μικρότερα κόμματα, είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού πως η αντισυστημική ψήφος ενισχύθηκε περαιτέρω και μάλιστα θα είναι παρούσα σε όλες τις εκδοχές της (εκτός του ΜέΡΑ25) στη Βουλή. Αν και πολλοί το συνηθίζουν, είναι λάθος να τσουβαλιάζουμε κάτω από τον τίτλο «Ακροδεξιά» τα τρία κόμματα που κινούνται δεξιότερα της ΝΔ. Οι Σπαρτιάτες είναι προφανώς ακροδεξιό κόμμα. Κι από το εντυπωσιακό ποσοστό τους αποδείχθηκε ότι τα φασίζοντα μορφώματα δεν τα πολεμάς με διοικητικούς αποκλεισμούς, αλλά ιδεολογικά και πολιτικά. Η Ελληνική Λύση έδωσε δείγματα γραφής στο Κοινοβούλιο την προηγούμενη τετραετία και είναι σημαντικό ότι παρά τον ανταγωνισμό στον χώρο αυτό επιβίωσε άνετα. Η δε ΝΙΚΗ, παρά την επίθεση που δέχθηκε από συστημικά ΜΜΕ ότι είναι ακροδεξιό κόμμα με ρωσικό χρήμα, στην πραγματικότητα είναι ένα συντηρητικό κόμμα με έντονες αναφορές στη θρησκεία και την παράδοση. Αν και πολλοί εκφράζουν ανησυχία, ας μείνουμε στην αρχή ότι όσο πιο πολυφωνική είναι η Βουλή τόσο καλύτερα για τη δημοκρατία μας.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28/6