Ουδέποτε καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών Μνημονίων, η φράου Μέρκελ είχε επίσημες και δημόσιες συναντήσεις με τους εκάστοτε αρχηγούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Ελλάδας, με εξαίρεση τον πρόεδρο της Ν.Δ., Κυριάκο Μητσοτάκη. Αλλά αυτήν τη φορά ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας προσήλθε στην καγκελαρία, στο No 1 της Βίλι Μπραντ Στράσε, και όχι στην έδρα των Χριστιανοδημοκρατών, το κτίριο Κόνραντ Αντενάουερ, στο No 8 της Κλινγκελχόφερστρασε. Είναι προφανές πως η συνάντηση αυτή του κ. Μητσοτάκη στο Βερολίνο ήταν κομβικής σημασίας. Αλλά μπορεί το «auf wiedersehen» της καγκελαρίου να αργεί ακόμη, αλλά το λυκόφως της Μέρκελ ξεκίνησε, καθώς τα προβλήματα της υγείας της είναι ορατά...

Η πανίσχυρη καγκελάριος είναι τώρα τελείως μόνη της. Η καλύτερη περίπτωση είναι να παραμείνει έως το 2021, οπότε τελειώνει η τέταρτη θητεία της στην καγκελαρία. Η Μέρκελ έπεσε θύμα της επιτυχίας της. Και καλά εμείς. Μια χώρα που έχει χάσει σχεδόν το 1/4 της οικονομίας της και όπου πάντα το κομματικό σύστημα έρρεπε στη δημαγωγία, είναι φυσικό να πέφτει βορά των λαϊκιστών. Οι Γερμανοί όμως; Πώς πρέπει να εξηγήσουμε την άνοδο της αντισυστημικής νέας Δεξιάς (AfD) σε μια χώρα με μηδενική ανεργία; Μονολεκτική απάντηση δεν υπάρχει. Ή μάλλον υπάρχει μόνο στα γερμανικά: Abstiegsangst. Η αγωνία της καθόδου - της κοινωνικής ή ακόμη και της πολιτισμικής υποβάθμισης που στοιχειώνει τη μεσαία και ιδίως τη μικρομεσαία, τάξη. Μπορεί οι κίνδυνοι να μην είναι πραγματικοί. Οι φόβοι, όμως, είναι εντελώς πραγματικοί. Το γεγονός ότι οι Γερμανοί ήταν περισσότερο θωρακισμένοι στις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απ’ ό,τι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι το οφείλουν σε μεγάλο βαθμό στη γυναίκα που κρατάει όλο αυτό το διάστημα τα ηνία της χώρας.

Αλλαξαν πολλά στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Σε μια περίοδο χάους -οικονομικής κατάρρευσης, μεταναστευτικής κρίσης, διαδοχικών εκλογών που είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να αλλάξει πέντε πρωθυπουργούς σε τριάμισι χρόνια- η Αγκελα Μέρκελ είχε καθοριστική επιρροή στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Η οργή της για το δημοψήφισμα που πρότεινε ο Γιώργος Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 2011 ήταν καταλυτική για την πτώση του από την εξουσία. Η απροθυμία της να στηρίξει τον Αντώνη Σαμαρά σφράγισε την πολιτική του τύχη και άνοιξε τον δρόμο για την εκλογική νίκη του Αλέξη Τσίπρα. Ευρύτερες πολιτικές της, όπως η Ντοβίλ και το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων τον Σεπτέμβριο του 2015, είχαν επίσης τεράστιο αντίκτυπο στην Ελλάδα.

Ως κηδεμόνας της γερμανικής γραμμής για το ευρώ, έγινε αντικείμενο μίσους για πολλούς στη χώρα μας. Οι αριστεροί την κατηγορούσαν ότι με τη λιτότητα που επέβαλε προκάλεσε ανθρωπιστική κρίση. Οι εθνικιστές μιλούσαν για δεύτερη γερμανική κατοχή. Συχνά ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τους μεν από τους δε. Αντιθέτως, στο Μεταναστευτικό η Μέρκελ ακολούθησε τη συνείδησή της - με ολέθριες συνέπειες για την ίδια. Η τήρηση των υποσχέσεων εκ μέρους του Τσίπρα στο Μεταναστευτικό (από τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας ώς τη διμερή με το Βερολίνο, την οποία η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέγραψαν), η πιστή εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά και η Συμφωνία των Πρεσπών, στην οποία επένδυσε σοβαρά το Βερολίνο, ανέδειξαν τον Αλέξη Τσίπρα σε Musterknabe (υποδειγματικό τέκνο) της καγκελαρίου.

Στην πραγματικότητα, το Βερολίνο κάνει το πρώτο βήμα έξω από το «καβούκι» του, ξεδιπλώνοντας μια νέα Ostpolitik, αυτήν τη φορά μιας ενωμένης Γερμανίας έναντι της Ανατολικής Ευρώπης, από τη Βαλτική ώς το Αιγαίο με επίκεντρό της τα Βαλκάνια. Αραγε η Ελλάδα του πρωθυπουργού Μητσοτάκη μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γεωπολιτικούς κύκλους, τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, τώρα που η Γερμανία έχει πλέον ισχυρό ενδιαφέρον; Αγνωστο... Στη σκιά όλων αυτών, ο κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να πείσει το Βερολίνο με διαπραγματευτικό όπλο το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο, τη μείωση των πλεονασμάτων. Αλλά πλέον η Ελλάδα δεν ενδιαφέρει τη Γερμανία...