Η Ελλάδα χρειάζεται στήριξη σε στρατηγικές επιλογές της. Στον διάλογο μεταξύ των κυβερνήσεων Τραμπ - Μητσοτάκη, που θα αρχίσει σύντομα, λογικές του τύπου Τσίπρα «να τους δέσω πρώτα γεμίζοντας τη χώρα με αμερικανικές βάσεις και μετά βλέπουμε» δεν έχουν μέλλον. Μια σωστή και ισορροπημένη σχέση χτίζεται από την αρχή. Μια πρώτη γεύση θα πάρουμε από την ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.

Ηδη οι χάρτες με τις ακραίες τουρκικές διεκδικήσεις στις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες προβάλλουν μια εφιαλτική εικόνα, καθώς εσκεμμένα αγνοούνται τα ελληνικά νησιά και ο ρόλος τους στον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων. Μια διαδικασία με ύπουλο στόχο να κονιορτοποιηθεί το Διεθνές Δίκαιο, πίσω από το οποίο «κρύβεται» η Ελλάδα. Με την Τουρκία, ο εφησυχασμός αυτός ενδέχεται να κοστίσει πολύ ακριβότερα απ’ ό,τι η μικρασιατική τραγωδία.

Στην πρώτη συνέντευξή του στο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο ABC ως πρωθυπουργού, το 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει ότι θα ζητήσει «εγγύηση, που μπορεί να πάρει τη μορφή απλής δήλωσης, από μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι εγγυημένα απέναντι σε κάθε απειλή». Το αίτημα ήταν ενδεικτικό του επιπέδου των ελληνοαμερικανικών σχέσεων μετά το 1974. Στην Ελλάδα υπήρχαν τότε τέσσερις κύριες αμερικανικές βάσεις (Νέα Μάκρη, Σούδα, Ελληνικό, Γούρνες) και 16 περιοχές με στρατιωτικές διευκολύνσεις (ραντάρ, αποθήκες όπλων, η Φωνή της Αμερικής κ.λπ.). Ηταν η εποχή που η χώρα εσείετο από το σύνθημα «Εξω οι βάσεις του θανάτου».

Μετά το 1990, οι Αμερικανοί έκλεισαν μόνοι τους τις βάσεις, πλην της Σούδας. Αλλά στο σήμερα το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας έχει ήδη αναζωπυρωθεί μετά τη σταδιακή, αλλά συνειδητή απομάκρυνση του Ερντογάν από τη Δύση. Αυτό κατέστη σαφέστερο μετά το -όπως πιστεύουν οι ίδιοι οι Τούρκοι, αμερικανοχειραγωγούμενο, με άξονα τον Γκιουλέν- αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 κατά του Ερντογάν. Ετσι, η Ελλάδα και η Κύπρος κατέστησαν το αμερικανικό εναλλακτικό σχέδιο για την περιοχή.

Ωστόσο, τα βήματα εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά. Οι σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ υπήρξαν κατά μεγάλες περιόδους εντελώς άνισες. Αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί, καθώς συνεχίζεται η επικίνδυνη στρατηγική της κυβέρνησης Τσίπρα «να τα δώσουμε όλα στους Αμερικανούς για να προστατεύσουν τα σύνορά μας»...

Η απόβαση στη Μικρά Ασία δεν ήταν γεωπολιτικός παραλογισμός. Με το κέντρο του Ελληνισμού στο μέσον του Αιγαίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επεδίωκε να πλαισιωθεί από τις δύο περιφέρειές του, τη βαλκανική και τη μικρασιατική. Η τουρκική γεωπολιτική αναπαράσταση ήταν διαμετρικά αντίθετη. Το Αιγαίο κατ’ αυτούς ήταν μια διπλή θαλάσσια περιφέρεια, η οποία όφειλε να διανεμηθεί ανάμεσα στους κατόχους των δύο ηπειρωτικών συνόλων - δηλαδή να διχοτομηθεί. Η νίκη το 1922 φαίνεται στους Τούρκους ατελής: αποκαταστάθηκε η εδαφική ενότητα, δεν εξασφαλίστηκε, όμως, η φυσιολογική θαλάσσια προέκτασή της. Ωστόσο, αντίθετα με τους Τούρκους, η Ελλάδα όχι μόνον ποτέ δεν προέβαλλε διεκδικήσεις, αλλά τώρα τρέμει στο ενδεχόμενο να χάσει το Καστελλόριζο. Απέτυχαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις να πείσουν -φίλους και εχθρούς- ότι κάθε αμφισβήτηση στα θαλάσσια σύνορά μας συνιστά ζωτικό πλήγμα, για όλους. Επιτρέποντας στους πάντες -συμμάχους και μη- να καταλαβαίνουν πως πρόκειται για τουρκικές αμφισβητήσεις στο πλαίσιο οικονομικών διενέξεων που μπορεί να επιλυθούν με κάποιους συμβιβασμούς! Και όλοι (σχεδόν) οι Ελληνες -πολιτικοί, διπλωμάτες, ιθύνουσα τάξη και δημοσιογράφοι- το πιστεύουν.

Ομως, η Τουρκία αγγίζει επικίνδυνα την Ελλάδα, την «περικυκλώνει» με στόχους και όραμα. Οι ολέθριοι χειρισμοί στον οικονομικό τομέα με τα Μνημόνια κόστισαν την πτωχοποίηση του ελληνικού λαού. Ανάλογη αστοχία στον γεωπολιτικό τομέα θα πληρωθεί με αίμα... Ούτε η Ε.Ε. ούτε το ΝΑΤΟ ούτε οι ΗΠΑ υπερασπίζονται ή θα υπερασπιστούν τα σύνορά μας, δηλαδή την ύπαρξή μας, αν δεν φροντίσουμε εμείς.