Όταν η Ελλάδα βρίσκεται σε υπαρξιακή δοκιμασία ιστορικών διαστάσεων, είναι επικίνδυνο να βιώνουμε έναν δικαστικό και πολιτικό τραγέλαφο της πιο ακραίας και οδυνηρής μορφής. Τέτοιος λαός, τέτοιοι δικαστικοί είναι μεν ένας αφόρητος λεκτικός κυνισμός, αλλά δυστυχώς είναι η πραγματικότητα. Όπως κάθε τι που γίνεται στη χώρα μας καταντά φαιδρό και πλήρως αναξιόπιστο, έτσι εξελίσσεται και η υπόθεση της Novartis. Τον θεσμό των «whistleblowers» προσπάθησε να τον εκμεταλλευτεί και το πολιτικό και το δικαστικό σύστημα κατά πως το συμφέρει!
Οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, όπως πλέον αποκαλούμε στην Ελλάδα τους «whistleblowers», είναι χρήσιμοι για να αποκαλύπτουν παράνομες πρακτικές της εξουσίας και φαινόμενα διαφθοράς, βάζοντας σε προτεραιότητα το δημόσιο συμφέρον. Αυτή είναι φιλοσοφία τους, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο ΑΛΛΑ... Με την προϋπόθεση ότι οι καταγγελίες τους για τα οικονομικά εγκλήματα αφορούν το δημόσιο συμφέρον και την εθνική οικονομία, ότι θα αποδειχθούν σωστές και δεν θα είναι προϊόν σκευωρίας. Αλλά στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας το ξεφτίλισαν και αυτό! Οι ευθύνες των δικαστών στην υπόθεση Novartis έφεραν στην επιφάνεια πολιτικές πρακτικές που μας πάνε πολλές δεκαετίες πίσω και πάντως δεν έχουν σχέση με μια χώρα που είναι τόσα χρόνια μέλος της Ε.Ε. Η κατάσταση που δείχνει παρακμή στη Δικαιοσύνη αποτυπώνεται κυρίως στον ρόλο του τέως αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, της κυβέρνησης Τσίπρα. Γιατί, κακά τα ψέματα, για να μπορεί ένας υπουργός, όσο δαιμόνιος κι αν είναι, να παρέμβει, να οργανώσει σκευωρία και να προκαλέσει διώξεις χωρίς στοιχεία και αρχειοθετήσεις υποθέσεων, πρέπει πρώτα απ’ όλα δικαστικοί και εισαγγελείς να είναι συνεργάσιμοι και να κάνουν όσα τους λέει.
Είναι μόνον κάποιοι εισαγγελείς και δικαστές οι οποίοι υπό προϋποθέσεις, πολιτικές συγκυρίες και με προσωπικές γνωριμίες εμφανίζονται να μην κάνουν σωστά τη δουλειά τους και, αν αποδειχθούν τα καταγγελλόμενα, να συμπράττουν σε σκευωρίες; Ποια είναι, λοιπόν, η κατάσταση στη Δικαιοσύνη σήμερα; Σίγουρα σοβαρότερη από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Διότι, αν οι εισαγγελείς Διαφθοράς είχαν, όπως καταγγέλλονται, προσδεθεί στο άρμα του «Ρασπούτιν» και αν η επικεφαλής των εισαγγελέων Διαφθοράς έκανε ό,τι της έλεγε ο τέως υπουργός, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, οι προϊστάμενοί τους, οι επιφορτισμένοι με τον πειθαρχικό τους έλεγχο, τι έκαναν; Έλεγχο δεν ασκούσαν; Δεν είχαν αντίληψη του θεσμικού ρόλου της Δικαιοσύνης; Ως φαίνεται, πολλά πράγματα έχουν από χρόνια διαταραχθεί. Γιατί, αλλιώς, ουδείς υπουργός θα μπορούσε να αυτοαποκαλείται «Ρασπούτιν» και καμία σκευωρία τύπου Νοvartis δεν θα μπορούσε να στηθεί. «Το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο» (Κ. Μαρξ, Φρ. Ενγκελς από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Τα έχουν πει εγκαίρως και ευστόχως οι μεγάλοι θεωρητικοί. Μετά τη διάλυση των αυταπατών που είχαν οι πολίτες σχετικά με την έκβαση της μάχης για την επιβίωσή τους στα μνημονιακά χρόνια, ήρθε και η διάλυση των αυταπατών για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Διαψεύστηκαν παταγωδώς και υπέστησαν δύο βαριές ήττες. Μόνο αφελείς ή αθεράπευτα βολονταριστές δεν θα μπορούσαν να τα δουν. Τα πομπώδη λόγια περί ανεξάρτητης Δικαιοσύνης είναι για τα αμφιθέατρα της Νομικής, όπου εκπαιδεύονται οι πρωτοετείς φοιτητές.
Για τους έμπειρους είναι απλώς φληναφήματα. Όπως μου έλεγε έγκριτος νομικός, με παρουσία στα δικαστήρια καμιά τριανταριά χρόνια και υπεράνω υποψίας, «τη Δικαιοσύνη την εμπιστεύεται μόνο όποιος δεν την ξέρει. Αυτός που έχει νταλαβέρια μαζί της με οποιαδήποτε ιδιότητα δεν την εμπιστεύεται».
Στις ταξικές κοινωνίες, η Δικαιοσύνη σε όλες τις βαθμίδες της, κυρίως στις υψηλότερες, όταν καλείται να τοποθετηθεί σε μείζονος σημασίας θέματα που απασχολούν τη δημόσια ζωή και έχουν προκαλέσει εντάσεις και πόλωση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, αποφασίζει συνεκτιμώντας την εικαζόμενη βούληση της κυβέρνησης. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι μηχανισμοί επιρροής της εκάστοτε κυβέρνησης ή αντιπολίτευσης και των οργανωμένων συμφερόντων της διαπλοκής στον χώρο της Δικαιοσύνης είναι πολύ πιο υπολογίσιμοι και ισχυροί από το Δίκαιο.