1821 - 1921 - 2021 ή η μέγιστη ανοησία περί «νέου πατριωτισμού»;
Οι ομιλίες στις εθνικές επετείους κρύβουν παγίδες που συχνά δεν φαντάζονται όσοι τις προετοιμάζουν. Όταν, για παράδειγμα, στην ομιλία της η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κυρία Σακελλαροπούλου, αναφέρθηκε στην άποψη περί «νέου πατριωτισμού»! Είναι προφανές ότι πολλοί ενοχλήθηκαν από την αντίληψη αυτή -όπως εγώ- και οι περισσότεροι την παρεξήγησαν ως «εθνομηδενιστική». Είναι γνωστό ότι η αντίληψη της Ιστορίας βασίζεται στο δίπολο μυθοποίηση - δαιμονοποίηση και είναι διαχυμένη σε όλο το ιδεολογικό φάσμα. Με συνέπεια η νέα Πρόεδρος να δίνει τροφή στις φήμες για σημιτικές περγαμηνές στις συντεταγμένες των νεοταξικών υπαγορεύσεων του ένδοξου «εκσυγχρονισμού» μας. Δεν ξέρω ποιος γράφει τους λόγους της νέας Προέδρου, αλλά η χρήση του όρου «νέος πατριωτισμός» οπωσδήποτε ξενίζει.
Η επέτειος των 200 χρόνων της Επανάστασης θα είναι ένας πόλεμος ερμηνειών και σημασιών όχι μόνο για την Επανάσταση, αλλά και για τη Νεοελληνική Ιστορία. Όπως ήταν και για τη Γαλλία τα 200 χρόνια από την Επανάστασή της, το 1989. Για μας παραμένει έξοχο το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη υπό τον τίτλο «Τι είναι η πατρίδα μας;». Το μαθαίναμε από στήθους από τις Μικρασιάτισσες γιαγιάδες μας και τις Κωνσταντινουπολίτισσες μανάδες μας. Σήμερα κάποιοι θα το θεωρούν επιεικώς μια γραφικότητα. Αλλά εξακολουθεί να συγκινεί ακόμη όχι λίγους ασφαλώς.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως δίχως αίσθημα πατριωτικό η ανεξάρτητη Ελλάς δεν θα είχε, ασφαλώς, προκύψει και δεν θα είχε επιβιώσει. Αλλά οι λέξεις δεν είναι απλώς νεκρά κελύφη, κενά περιεχομένου. Έχουν την ιστορία τους και τη διαδρομή τους - ενίοτε εξαιρετικά συναρπαστική. Δύο στοιχεία προσδίδουν περιεχόμενο στη λέξη «πατριωτισμός».
Η διαμόρφωση εδραίας εθνικής ιστορικής συνείδησης, με ίδια χαρακτηριστικά ιδιοσυστασίας, εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων, και στη συνέχεια διεύρυνση της επιρροής της χώρας εκτός συνόρων, ανάλογα προς τον δυναμισμό του έθνους. Από την ίδρυση του ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους, αυτά τα δύο στοιχεία οδήγησαν στην ενσωμάτωση μεγάλου τμήματος του ελληνισμού στο νέο κράτος. Αυτό, επίσης, που λησμονείται από τη νέα Πρόεδρο είναι ότι το ελληνικό έθνος απέκτησε συνείδηση της ιστορικότητός του και της αποστολής του χάρη στην τιτάνια προσπάθεια λογίων και με κατεξοχήν ενοποιητικό δεσμό την Ελληνική Ορθοδοξία. Τα υπόλοιπα δεν συνιστούν πολιτική, ούτε πατριωτισμό.
Την 25η Μαρτίου του 1921, πού διάθεση για εθνικές γιορτές - και μολονότι επρόκειτο για τα εκατό χρόνια από το σημαντικότερο για τη σύγχρονη Ελλάδα ιστορικό γεγονός, αυτό που γέννησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Την πρωθυπουργία είχε αναλάβει ο Δημήτριος Γούναρης, θλιβερή όσο και μοιραία φυσιογνωμία. Η Ελλάδα ζούσε ακόμη στα απόνερα του Εθνικού Διχασμού, στη Στρατιά της Μικράς Ασίας οι διχόνοιες ανάμεσα σε βενιζελικούς και κωνσταντινικούς χτυπούσαν κόκκινο. Στο μικρασιατικό μέτωπο, η ελληνική Στρατιά υφίστατο μεγάλη ταπείνωση και ένα τραγικό σοκ: αποτυχημένη προέλαση στο Εσκί Σεχίρ και προσωρινή (επίσης αποτυχημένη επί της ουσίας) κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ. Οι απώλειες της 3ης Μεραρχίας ήταν τέτοιες που την υποχρέωσαν σε πολύμηνη ανασύνταξη. Για πρώτη φορά, οι επιτελείς της Στρατιάς συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν να κάνουν πλέον με ομάδες ατάκτων, αλλά με έναν οργανωμένο και καλά οπλισμένο τουρκικό στρατό - και, κυρίως, φανατισμένο από τον Κεμάλ. Μέσα στους επόμενους μήνες η εκστρατεία στη Μικρά Ασία θα έπαιρνε διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας για τον Ελληνισμό. Εντέλει, τα εκατό χρόνια από την Επανάσταση του 1821 εορτάστηκαν δεόντως το... 1930, από την τελευταία κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Σήμερα, έναν χρόνο πριν από τα 200 χρόνια από το 1821, αγαπώ την πατρίδα εξακολουθεί να σημαίνει: Χαίρομαι τη δημιουργική συνύπαρξη και το παρελθόν της (Ιστορία), τις κοινές επιδιώξεις. Αγαπώ, γι’ αυτό συντηρώ, τη γλώσσα μας, την ιστορική συνείδηση, τη σοφία που μας «παραδόθηκε» ένσαρκη σε θεσμούς, έθιμα και δοκιμασμένες μέσα στους αιώνες τις κοινωνικές προτεραιότητες της φιλοπατρίας και του Ελληνισμού. Αυτά.
Η επέτειος των 200 χρόνων της Επανάστασης θα είναι ένας πόλεμος ερμηνειών και σημασιών όχι μόνο για την Επανάσταση, αλλά και για τη Νεοελληνική Ιστορία. Όπως ήταν και για τη Γαλλία τα 200 χρόνια από την Επανάστασή της, το 1989. Για μας παραμένει έξοχο το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη υπό τον τίτλο «Τι είναι η πατρίδα μας;». Το μαθαίναμε από στήθους από τις Μικρασιάτισσες γιαγιάδες μας και τις Κωνσταντινουπολίτισσες μανάδες μας. Σήμερα κάποιοι θα το θεωρούν επιεικώς μια γραφικότητα. Αλλά εξακολουθεί να συγκινεί ακόμη όχι λίγους ασφαλώς.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως δίχως αίσθημα πατριωτικό η ανεξάρτητη Ελλάς δεν θα είχε, ασφαλώς, προκύψει και δεν θα είχε επιβιώσει. Αλλά οι λέξεις δεν είναι απλώς νεκρά κελύφη, κενά περιεχομένου. Έχουν την ιστορία τους και τη διαδρομή τους - ενίοτε εξαιρετικά συναρπαστική. Δύο στοιχεία προσδίδουν περιεχόμενο στη λέξη «πατριωτισμός».
Η διαμόρφωση εδραίας εθνικής ιστορικής συνείδησης, με ίδια χαρακτηριστικά ιδιοσυστασίας, εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων, και στη συνέχεια διεύρυνση της επιρροής της χώρας εκτός συνόρων, ανάλογα προς τον δυναμισμό του έθνους. Από την ίδρυση του ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους, αυτά τα δύο στοιχεία οδήγησαν στην ενσωμάτωση μεγάλου τμήματος του ελληνισμού στο νέο κράτος. Αυτό, επίσης, που λησμονείται από τη νέα Πρόεδρο είναι ότι το ελληνικό έθνος απέκτησε συνείδηση της ιστορικότητός του και της αποστολής του χάρη στην τιτάνια προσπάθεια λογίων και με κατεξοχήν ενοποιητικό δεσμό την Ελληνική Ορθοδοξία. Τα υπόλοιπα δεν συνιστούν πολιτική, ούτε πατριωτισμό.
Την 25η Μαρτίου του 1921, πού διάθεση για εθνικές γιορτές - και μολονότι επρόκειτο για τα εκατό χρόνια από το σημαντικότερο για τη σύγχρονη Ελλάδα ιστορικό γεγονός, αυτό που γέννησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Την πρωθυπουργία είχε αναλάβει ο Δημήτριος Γούναρης, θλιβερή όσο και μοιραία φυσιογνωμία. Η Ελλάδα ζούσε ακόμη στα απόνερα του Εθνικού Διχασμού, στη Στρατιά της Μικράς Ασίας οι διχόνοιες ανάμεσα σε βενιζελικούς και κωνσταντινικούς χτυπούσαν κόκκινο. Στο μικρασιατικό μέτωπο, η ελληνική Στρατιά υφίστατο μεγάλη ταπείνωση και ένα τραγικό σοκ: αποτυχημένη προέλαση στο Εσκί Σεχίρ και προσωρινή (επίσης αποτυχημένη επί της ουσίας) κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ. Οι απώλειες της 3ης Μεραρχίας ήταν τέτοιες που την υποχρέωσαν σε πολύμηνη ανασύνταξη. Για πρώτη φορά, οι επιτελείς της Στρατιάς συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν να κάνουν πλέον με ομάδες ατάκτων, αλλά με έναν οργανωμένο και καλά οπλισμένο τουρκικό στρατό - και, κυρίως, φανατισμένο από τον Κεμάλ. Μέσα στους επόμενους μήνες η εκστρατεία στη Μικρά Ασία θα έπαιρνε διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας για τον Ελληνισμό. Εντέλει, τα εκατό χρόνια από την Επανάσταση του 1821 εορτάστηκαν δεόντως το... 1930, από την τελευταία κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Σήμερα, έναν χρόνο πριν από τα 200 χρόνια από το 1821, αγαπώ την πατρίδα εξακολουθεί να σημαίνει: Χαίρομαι τη δημιουργική συνύπαρξη και το παρελθόν της (Ιστορία), τις κοινές επιδιώξεις. Αγαπώ, γι’ αυτό συντηρώ, τη γλώσσα μας, την ιστορική συνείδηση, τη σοφία που μας «παραδόθηκε» ένσαρκη σε θεσμούς, έθιμα και δοκιμασμένες μέσα στους αιώνες τις κοινωνικές προτεραιότητες της φιλοπατρίας και του Ελληνισμού. Αυτά.