Αλλωστε... σήμερα είναι μια άλλη μέρα, που θα έλεγε και η Σκάρλετ
Ο Πλάτων έλεγε πως κάθε πολιτικός πρέπει να έχει τη δική του φιλοσοφία. Η φιλοσοφία υπαγορεύει αρχές και οι αρχές υπαγορεύουν πολιτικές. Όμως... αναρωτιέμαι τι σκέφτεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι ένας πολιτικός οφείλει να εμπνέει εμπιστοσύνη και προοπτική και κυρίως να ψάχνει ακτίνες φωτός μέσα από το σκοτάδι. Αλλά... το να διαψεύδει ένας πρωθυπουργός σενάρια πρόωρων εκλογών, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν πολιτικά «ανέντιμη» εκ μέρους του, αποτελεί γρίφο τεκτονικών διαστάσεων. Κανένα επιφώνημα, μόνο σιωπή και ένας βαθύς αναστεναγμός υπέρ μιας νέας αντίληψης. Όσο κι αν οι πρόωρες εκλογές θα είναι «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», ένα αποκλειστικό θριαμβικό ντέρμπι υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ωστόσο, τρομάζω στο ενδεχόμενο να «συρθεί» σε πρόωρες εκλογές από τον Ερντογάν, όπως με προειδοποιούν οι Τούρκοι φίλοι μου…
Οι εκλογές (και ειδικότερα οι πρόωρες) δεν είναι μια απλή πολιτική αναμέτρηση, που οδηγεί ανέξοδα και λυτρωτικά σε «μια υπέροχη λύση». Δεν είναι μόνο πολιτικοποίηση, συζητήσεις, συγκρούσεις, μια τομή κι ένα γύρισμα σελίδας. Είναι κάτι πιο βαρύ, πιο πικρό, πιο σαρωτικό. Στην πλάστιγγα βαραίνει το κόψιμο του όποιου «γόρδιου δεσμού» με το μαχαίρι της λαϊκής ετυμηγορίας.
Οι εκλογές δεν είναι μια λάμψη, αλλά νάρκη στο ημίφως της ρουτίνας της επιβίωσης των πολιτών. Κατά την προεκλογική κινητοποίηση, ο πολιτικός αμοραλισμός κορυφώνεται, τα πάντα είναι θεμιτά για τον εγκλωβισμό των ψηφοφόρων, ωραιοποιούνται τα ψεύδη, οι ασυνέπειες - επί αιώνες ο εκλογικός μηχανισμός λειτουργεί με όρους αγοράς: ·μου δίνεις (μισθό, φοροαπαλλαγή, επίδομα, χρήμα, δώρο, ακόμα και ευτελές, που αιφνιδιάζει, αποτυπώνεται), σου δίνω (ψήφο).
Μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί διεκδικούν κάθε τόσο τις εκλογές εδώ κι εκεί. Αγνοώ τις άθλιες περιπτώσεις Σημίτη και Γιωργάκη Παπανδρέου και ξεχωρίζω τρεις περιπτώσεις που έμειναν στην Ιστορία.
Το παράδειγμα του Τόνι Μπλερ είναι χαρακτηριστικό. Για να κερδίσει τις εκλογές, αποφάσισε πως έπρεπε να ηττηθούν οι ιδέες του Εργατικού Κόμματος. Μπροστά στο φάσμα μιας τέταρτης συνεχόμενης ήττας, το 1992, ο Μπλερ αναρωτήθηκε γιατί ο λαός προτιμούσε έστω τις κακές κυβερνήσεις των Συντηρητικών από τους Εργατικούς. Μελέτησε τα πέτρινα χρόνια της Θάτσερ. Και γεννήθηκε μέσα του αυτή η απορία: γιατί η «σιδηρά κυρία» παρέμενε δημοφιλής, μολονότι είχε υποβάλει τη χώρα σε μια κοινωνική σφαγή; Κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν θα έβλεπε ποτέ εξουσία, όσο ο λαός θα εξακολουθούσε να συνδέει τους Εργατικούς με την αυξημένη φορολογία (που, όμως, είναι απαραίτητη για να κάνει κοινωνική πολιτική μια σοσιαλιστική κυβέρνηση). Έτσι, πρόσταξε τον Γκόρντον Μπράουν να βάλει στο ράφι τις ιδέες για αναδιανομή του εισοδήματος. Πράγματι, κέρδισε τις εκλογές. Αλλά θυσίασε τις ιδέες των Εργατικών στον βωμό της εξουσίας.
Άλλο παράδειγμα ο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Για να κερδίσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, το 2005, περιέκοψε τη φορολογία, το κοινωνικό κράτος και τις συντάξεις και εξόντωσε την αντίσταση των αριστερών μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Και πού κατέληξε; Σε ένα πολιτικό Βατερλώ, όταν οι ψηφοφόροι τον τιμώρησαν, και τελικά υπάλληλος του Πούτιν.
Τρίτο παράδειγμα ο Βάλτερ Βελτρόνι. Από αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής αντιπολίτευσης, έγινε ο νεκροθάφτης του. Άφησε πίσω του μια χώρα σε πλήρη σύγχυση, μια χώρα που, εξαιτίας του, έγινε η μοναδική στη Δύση χωρίς αντιπολίτευση. Γιατί; Ξεκόβοντας το Δημοκρατικό Κόμμα από την παράδοση της ιταλικής Αριστεράς για να κερδίσει τις εκλογές, ο Βελτρόνι το μετέτρεψε σε ένα κόμμα διαχείρισης της εξουσίας, στο οποίο θα μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι. Και για να μπορούν να συμμετέχουν όλοι, ο Βελτρόνι είχε υποσχεθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα: τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Δηλαδή, ένας Ιταλός Τσίπρας. Ένας θαυματοποιός μόνο μία βέβαιη υπόσχεση μπορεί να δώσει στον λαό που τον χειροκροτεί: πως θα εξαπατηθεί.
Για έναν θαυματοποιό είναι σίγουρα μια έντιμη υπόσχεση. Όχι, όμως, και για έναν πολιτικό.
Οι εκλογές (και ειδικότερα οι πρόωρες) δεν είναι μια απλή πολιτική αναμέτρηση, που οδηγεί ανέξοδα και λυτρωτικά σε «μια υπέροχη λύση». Δεν είναι μόνο πολιτικοποίηση, συζητήσεις, συγκρούσεις, μια τομή κι ένα γύρισμα σελίδας. Είναι κάτι πιο βαρύ, πιο πικρό, πιο σαρωτικό. Στην πλάστιγγα βαραίνει το κόψιμο του όποιου «γόρδιου δεσμού» με το μαχαίρι της λαϊκής ετυμηγορίας.
Οι εκλογές δεν είναι μια λάμψη, αλλά νάρκη στο ημίφως της ρουτίνας της επιβίωσης των πολιτών. Κατά την προεκλογική κινητοποίηση, ο πολιτικός αμοραλισμός κορυφώνεται, τα πάντα είναι θεμιτά για τον εγκλωβισμό των ψηφοφόρων, ωραιοποιούνται τα ψεύδη, οι ασυνέπειες - επί αιώνες ο εκλογικός μηχανισμός λειτουργεί με όρους αγοράς: ·μου δίνεις (μισθό, φοροαπαλλαγή, επίδομα, χρήμα, δώρο, ακόμα και ευτελές, που αιφνιδιάζει, αποτυπώνεται), σου δίνω (ψήφο).
Μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί διεκδικούν κάθε τόσο τις εκλογές εδώ κι εκεί. Αγνοώ τις άθλιες περιπτώσεις Σημίτη και Γιωργάκη Παπανδρέου και ξεχωρίζω τρεις περιπτώσεις που έμειναν στην Ιστορία.
Το παράδειγμα του Τόνι Μπλερ είναι χαρακτηριστικό. Για να κερδίσει τις εκλογές, αποφάσισε πως έπρεπε να ηττηθούν οι ιδέες του Εργατικού Κόμματος. Μπροστά στο φάσμα μιας τέταρτης συνεχόμενης ήττας, το 1992, ο Μπλερ αναρωτήθηκε γιατί ο λαός προτιμούσε έστω τις κακές κυβερνήσεις των Συντηρητικών από τους Εργατικούς. Μελέτησε τα πέτρινα χρόνια της Θάτσερ. Και γεννήθηκε μέσα του αυτή η απορία: γιατί η «σιδηρά κυρία» παρέμενε δημοφιλής, μολονότι είχε υποβάλει τη χώρα σε μια κοινωνική σφαγή; Κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν θα έβλεπε ποτέ εξουσία, όσο ο λαός θα εξακολουθούσε να συνδέει τους Εργατικούς με την αυξημένη φορολογία (που, όμως, είναι απαραίτητη για να κάνει κοινωνική πολιτική μια σοσιαλιστική κυβέρνηση). Έτσι, πρόσταξε τον Γκόρντον Μπράουν να βάλει στο ράφι τις ιδέες για αναδιανομή του εισοδήματος. Πράγματι, κέρδισε τις εκλογές. Αλλά θυσίασε τις ιδέες των Εργατικών στον βωμό της εξουσίας.
Άλλο παράδειγμα ο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Για να κερδίσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, το 2005, περιέκοψε τη φορολογία, το κοινωνικό κράτος και τις συντάξεις και εξόντωσε την αντίσταση των αριστερών μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Και πού κατέληξε; Σε ένα πολιτικό Βατερλώ, όταν οι ψηφοφόροι τον τιμώρησαν, και τελικά υπάλληλος του Πούτιν.
Τρίτο παράδειγμα ο Βάλτερ Βελτρόνι. Από αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής αντιπολίτευσης, έγινε ο νεκροθάφτης του. Άφησε πίσω του μια χώρα σε πλήρη σύγχυση, μια χώρα που, εξαιτίας του, έγινε η μοναδική στη Δύση χωρίς αντιπολίτευση. Γιατί; Ξεκόβοντας το Δημοκρατικό Κόμμα από την παράδοση της ιταλικής Αριστεράς για να κερδίσει τις εκλογές, ο Βελτρόνι το μετέτρεψε σε ένα κόμμα διαχείρισης της εξουσίας, στο οποίο θα μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι. Και για να μπορούν να συμμετέχουν όλοι, ο Βελτρόνι είχε υποσχεθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα: τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Δηλαδή, ένας Ιταλός Τσίπρας. Ένας θαυματοποιός μόνο μία βέβαιη υπόσχεση μπορεί να δώσει στον λαό που τον χειροκροτεί: πως θα εξαπατηθεί.
Για έναν θαυματοποιό είναι σίγουρα μια έντιμη υπόσχεση. Όχι, όμως, και για έναν πολιτικό.