Έχει την ατυχία η Ελλάδα να ασκεί την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης η Γερμανία, ενώ η επίσκεψη του Χάικο Μάας ήταν μια παρωδία διπλωματικής «πρωτοβουλίας». Αντίθετα, με μια γενναία παρέμβαση στο Twitter, η Γερμανίδα βουλευτής της Αριστεράς Sevim Dagdelen κατήγγειλε την υποκρισία της γερμανικής κυβέρνησης. Αντιδρώντας στις δηλώσεις του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Εξωτερικών, Χάικο Μάας, υπέρ της αλληλεγγύης σε Ελλάδα και Κύπρο απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, η Sevim Dagdelen υπενθύμισε ότι η κυβέρνηση Μέρκελ πουλά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της βιομηχανίας όπλων στην Τουρκία, που, επιπλέον, συνδέεται με μια «σημαντική μεταφορά τεχνολογίας στην Αγκυρα». Οι παροικούντες την Ιερου- σαλήμ το γνωρίζουμε αυτό... Εκτός, φυσικά, από τις ελληνικές κυβερνήσεις, που προτιμούν να κοροϊδεύουν και να αυτοκοροϊδεύονται μεταξύ τους. Ο πόλεμος μοιάζει αναπόφευκτος και όσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσει αυτό ο Ελληνισμός τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης θα έχει. «Πρέπει να ξέρετε ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και, επομένως, όσο πιο πρόθυμα τον δεχτούμε τόσο πιο εύκολα τον αποτρέπουμε, καθιστώντας λιγότερο επιθετικούς τους αντιπάλους μας» - Θουκυδίδης. Ο Ελληνισμός χρειάζεται αξιόπιστη και επαρκή αποτρεπτική πολιτική: Χρειάζεται ισχυρές Ενοπλες Δυνάμεις. Επειδή τα κράτη της Ε.Ε. μπορούν να συνεχίσουν να πουλάνε όπλα στην Τουρκία. Απλώς να θυμίσω ότι η Sevim Dagdelen, βουλευτής της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke), εξανάγκασε τη γερμανική κυβέρνηση στην εξής γραπτή απάντηση: «H εταιρεία ThyssenKrupp Marine Systems (TKMS) θα παραδώσει έξι καταδιωκτικά υποβρύχια στην Αγκυρα, τα οποία κατασκευάστηκαν από κοινού με μια τουρκική εταιρεία». Σύμφωνα με την επίσημη απάντηση, το Βερολίνο είχε εκδώσει άδεια κατασκευής για τα υποβρύχια της κλάσης 214. Η κατασκευή τους είχε ξεκινήσει αντίστοιχα το 2015, το 2016 και το 2017, δηλαδή συνεχίστηκε και μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία. «Τα εξαγόμενα από τη Γερμανία πολεμικά όπλα, τα οποία συναρμολογούνται στην Τουρκία υπό τη μορφή καταδιωκτικών υποβρυχίων, είναι απολύτως ενδεδειγμένα για την τουρκική επιθετική πολιτική στη Μεσόγειο», είχε τότε καταγγείλει η Sevim Dagdelen από τη θέση της αναπληρώτριας κοινοβουλευτικής εκπροσώπου του κόμματος Die Linke. Αλλά και τα τουρκικά drones, δηλαδή τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, είναι γερμανικής κατασκευής και απλώς συναρμολογούνται στο εργοστάσιο του γαμπρού του Ερντογάν. Ακόμη θυμάμαι τις τραγελαφικές εικόνες που ζήσαμε με τη Μαρίτα τον Αύγουστο του 2019, όταν συνοδεύσαμε Γερμανούς δημοσιογράφους στην αποστολή τους στο Καστελλόριζο, που, βλέποντας το τουρκικό drone να έχει ζαλίσει ένα ολόκληρο νησί, αναφώνησαν:

«Αυτό το κατασκευάσαμε εμείς». Όταν συνήλθαν -μαζί τους και εμείς- διαπίστωσαν ότι ουδείς, ούτε η στρατιωτική διοίκηση ούτε οι Αρχές του νησιού, ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει που έκοβε βόλτες πάνω από το νησί. Εσείς, πάντως, θα θυμάστε ότι πρόσφατα, στις 8 Σεπτεμβρίου, ένα τουρκικό drone πέταξε πάνω από το Καστελλόριζο κλέφτικα, αφού παιάνισε τον εθνικό τους ύμνο, ρίχνοντας ταυτόχρονα κόκκινη μπογιά στην ελληνική σημαία.

Πάντως, μην αναρωτηθείτε αυτό που αναρωτήθηκαν οι φίλοι Γερμανοί δημοσιογράφοι, το πώς «μας αρέσει να επαναλαμβάνονται οι εθνικές μας αντιφάσεις: Δηλαδή οι Τούρκοι να παραβιάζουν την υφαλοκρηπίδα, που αποτελεί ταυτόχρονα και τη μόνη διαφορά που είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε μαζί τους». Μετά τον εναέριο χώρο, η Τουρκία έχει καταφέρει να κάνει σουρωτήρι και την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αν και οι... παράνομες πράξεις δεν παράγουν δίκαιο, δημιουργούν μια de facto κατάσταση που είναι επικίνδυνη για εμάς.

Αϊ σιχτίρ...

Η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» μόλις στις αρχές του Σεπτεμβρίου κατήγγειλε ότι ο Ερντογάν βρίσκεται στη διαδικασία αύξησης του στρατιωτικού δυναμικού της Τουρκίας εδώ και χρόνια. Αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία που συλλέγει το Διεθνές Ινστιτούτο για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη (SIPRI). Το ποσοστό για τον εξοπλισμό στον κρατικό προϋπολογισμό το 2019 ήταν 7,8%, το υψηλότερο από το 2003. Πέρυσι, η Τουρκία ξόδεψε 20,5 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες, μια αύξηση άνω του 50% από το 2015 και σχεδόν διπλάσια από ό,τι πριν από δέκα χρόνια. Αυτά.