Το 2016, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα τιμωρίας και οργής. Αλλά φαίνεται ότι δεν αρκούσαν τα τέσσερα χρόνια και το επανέλαβαν. Και εμείς, που είμαστε και λίγο μπλαζέ απέναντι σε τέτοια φαινόμενα, που θα έπρεπε να μας τρομάζουν, τα αγνοήσαμε. Επικράτηση των άκρων; Ασύλληπτη δυσπιστία απέναντι στην ελίτ και στα «συστημικά μέσα ενημέρωσης»; Αλογη κατανάλωση θεωριών συνωμοσίας και απλοϊκών ερμηνειών; Θεοποίηση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; Διχασμός και πόλωση πέραν κάθε ορίου; Ταξική διαφοροποίηση της ψήφου; Η αμερικανική ελίτ, πολιτική, μιντιακή, ακαδημαϊκή, αιφνιδιάσθηκε ξανά. Την «έπαθε» όπως στις εκλογές του 2016, που δεν προείδε το σάρωμα του Τραμπ.

Λες και τα κοινωνικά ρεύματα υπόκωφα και σιωπηλά περιμένουν στη γωνία και χαμογελώντας επιτελούν το αντίθετο από αυτό που πολλοί προσδοκούν ή φαντάζονται. Ενα είδος τρολ ψήφου. Μια μορφή ριζοσπαστικής δυσαρέσκειας, που αναζητά το πιο λοξό ή και συχνά αντιδραστικό κανάλι για να παροχετευτεί και να επιστρέψει σιωπηλή στον θρυμματισμένο -από τον νεοφιλελευθερισμό- κόσμο της.

Για να μην παρεξηγηθώ: Η κρίση εκπροσώπησης δεν εκβάλλει σε προοδευτικές αναζητήσεις. Οι εκλογές στις ΗΠΑ το απέδειξαν περίτρανα. Υπάρχει, όμως, αυτή η υποτίμηση του μικρομεσαίου -ακόμα και η επιδεικτική προσπάθεια να μην τον βλέπουν-, που μοιραία έχει διαμορφώσει το τοπίο. Ο Τραμπ, βαθύς λαϊκιστής, δεν δίστασε να επενδύσει στη δομική αμφισβήτηση ακόμα και του κορονοϊού!

Το βιβλίο του Λι Χάρις «Ο επόμενος αμερικανικός εμφύλιος: Η λαϊκιστική εξέγερση εναντίον των φιλελεύθερων ελίτ», την άνοιξη του 2010, ήταν προφητικό. Στέλεχος του συντηρητικού ινστιτούτου American Enterprise, ο συγγραφέας κάνει λόγο για έναν πολιτιστικό εμφύλιο, ο οποίος, σύμφωνα με την ανάλυσή του, καθορίζει τη βασική διαχωριστική γραμμή της πολιτικής ζωής στις μέρες μας. Μια διαχωριστική γραμμή όχι ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, όπως συνέβαινε κατά τον προηγούμενο αιώνα, αλλά ανάμεσα στις κεντρώες, φιλελεύθερες ελίτ που κυβερνούν και σε κινήματα διαμαρτυρίας μιας λαϊκιστικής, ριζοσπαστικής Δεξιάς.

Ενα κίνημα λαϊκής βάσης, που εκφράζει ανησυχίες του «απλού ανθρώπου» απέναντι στις «ελίτ της εξουσίας», με ιδεολογική συνεκτικότητα και εσωτερική πειθαρχία, που του εξασφαλίζουν πολιτική ισχύ πολλαπλάσια της εκλογικής. Αυτή η ιδιόμορφη «ανταρσία από τη λαϊκή Δεξιά» απέκτησε απειλητικότερες διαστάσεις επί Τραμπ. «Η λαϊκιστική εξέγερση», γράφει ο Χάρις, «έχει τις ρίζες της στη βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση πως η Αμερική χάνει με γρήγορους ρυθμούς τη μοναδικότητά της ως η χώρας των ελεύθερων ανθρώπων, όπου όλα είναι δυνατά». Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ και κήρυξε την άθλια εξέγερσή του κατά της μάσκας.

Το χειρότερο είναι ότι οι κυρίαρχες ελίτ εμφανίζουν αυτή την κατάσταση πραγμάτων ως τη μόνη δυνατή, ταυτίζοντας κάθε αμφισβήτηση της πολιτικής τους με «εξτρεμισμό των δύο άκρων». Ο Ιταλός κοινωνιολόγος Μάρκο ντ’ Εραμο χαρακτηρίζει την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά ως τις δύο πτέρυγες του νέου «ολιγαρχικού Κέντρου», που αντιμετωπίζει τα λαϊκά στρώματα ως μόνιμη, δυνητική απειλή - σε σημείο που ένας διανοούμενος σαν τον Ουμπέρτο Εκο να κατακεραυνώνει ως λαϊκιστή και αυτόν τον... Περικλή!

Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι περίεργο που βρίσκουν γόνιμο έδαφος τα διάφορα ρεύματα του αντιδραστικού λαϊκισμού, προσφέροντας ανορθολογικές απαντήσεις στο πραγματικό, κεφαλαιώδες πρόβλημα των σύγχρονων Δημοκρατιών: τη συγκέντρωση του πλούτου και της ισχύος σε πολύ λίγα χέρια.

Στη γερασμένη Ευρώπη μας, πάντως, όπου το «Κέντρο-Β» (Βερολίνο και Βρυξέλλες) πνίγει τις περιφερειακές Δημοκρατίες, δεν περιμέναμε να πάρουμε γραμμή από τους Αμερικανούς. Εδώ ο τραμπισμός εμφανίστηκε προ Τραμπ. Με τον ακροδεξιάς κοπής σωβινισμό του, ύψωσε τα τείχη του πριν καν τα σκεφτεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Ή με τον πόλεμο κατά του κοινωνικού κράτους -των λειψάνων του, έστω-, ένα πεδίο στο οποίο ο Τραμπ έρχεται και πάλι δεύτερος. Αν δεν παραδεχτούμε πως υπήρξαμε πρωτοπόροι, δεν θα βρούμε τρόπο να στηρίξουμε τη φθίνουσα Δημοκρατία μας.