Η ομολογία διαπλοκής του Θόδωρου Τσουκάτου στην απολογία για την υπόθεση Siemens, η οποία αφορούσε τις εκλογές του 2000, επιβεβαιώνει ότι είχε στηθεί το πιο κυνικό σύστημα κλεπτοκρατίας, με το ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού, που υπήρξε ιστορικά στην Ελλάδα. Ενα σύστημα που εκμαύλισε τραπεζίτες, επιχειρηματίες, δημοσιογράφους: Δηλαδή αυτό το οποίο ελάχιστοι δημοσιογράφοι -και εγώ στην «Οικονομική Καθημερινή»- τολμούσαμε να καταγγείλουμε τότε! Δεν ήταν απλώς μια ομολογία εκ μέρους του Τσουκάτου για να ελαφρύνει τη θέση του, θέλω να πω·ήταν η αλήθεια. Ο Θόδωρος Τσουκάτος περνά, πλέον, στην πολιτική Ιστορία. Επειδή το τέλος της λαίδης Μακμπέθ στο σαιξπηρικό έργο είναι προδιαγεγραμμένο.

«Νοικιάστηκε όποιο αεροπλάνο δεν πετούσε εκείνη την ημέρα στον ουρανό, όποιο πλοίο δεν κινούνταν στη Μεσόγειο και όλα, μα όλα τα λεωφορεία της χώρας», μεταφέροντας κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους από το εξωτερικό, είπε. Οι εκλογές του 2000 κρίθηκαν με διαφορά περίπου 80.000 ψήφων υπέρ του Σημίτη. Ο πακτωλός δισεκατομμυρίων που ξοδεύτηκε σε εκείνη την προεκλογική καμπάνια αποτελεί τη μεγαλύτερη, ίσως, ομολογία διαπλοκής που έγινε ποτέ, από έναν άνθρωπο που βρισκόταν στον πυρήνα της εξουσίας, καθώς από τα 16 δισ. δραχμές τα 12 δισ. προέρχονταν από «ανεπίσημες» χρηματοδοτήσεις.

Υπό άλλες συνθήκες, οι αποκαλύψεις-ομολογίες Τσουκάτου θα είχαν δημιουργήσει πολιτική θύελλα, αλλά οι δημοσιογράφοι που υπηρέτησαν το φαύλο καθεστώς Σημίτη παραμένουν στο προσκήνιο της δόλιας δημοσιογραφίας.

Οσα είπε στη δίκη του ο Θόδωρος Τσουκάτος συνθέτουν την πραγματική ιστορία του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, που πέρασε στη διαπλοκή που ο Σημίτης και η παρέα του στα μίντια -με μοχλούς προπαγάνδας την «Καθημερινή» και το «Βήμα» και όχι μόνο- ονόμασαν υγιή ανάπτυξη! Αλλά προσδιορίζω τις δύο εφημερίδες επειδή έζησα από μέσα την προπαγάνδα που στήθηκε τότε. Η Ελλάδα αναπτυσσόταν με τρόπο που κονομούσαν οι εργολάβοι, οι μιντιάρχες, η παλιά ελίτ αλλά και η νέα που ανακάλυψε τα ομόλογα, τα swaps, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και όλους τους ωραιοποιημένους όρους της ληστείας. Διάβασες το άρθρο του Σημίτη; Δεν ξέρει τίποτα για τον φόνο, λέει. Δεν παραδέχεται ούτε την πολιτική ευθύνη για τις καταγγελίες Τσουκάτου... Με προκαλούν να απαντήσω, εκλεκτοί μου συνάδελφοι. Εχω βαρεθεί... το ύφος και το ήθος της διαφθοράς στην εποχή του Τάπερμαν: «Θα ήταν ηλίθιος, αν δεν τα ’παιρνε!...», ήταν μια φράση που ακουγόταν όλο και πιο συχνά στη φάση της πλαστής ευμάρειας της σημιτικής περιόδου.

Σαν και τώρα θυμάμαι την Κυριακή των εκλογών του 2000. Ημασταν όλοι στα γραφεία, επειδή η «Καθημερινή» θα κυκλοφορούσε εκτάκτως την επομένη των εκλογών, Δευτέρα. Το κλίμα ήταν συναρπαστικά καλό, καθώς τα πρώτα αποτελέσματα ήταν αρκούντως θετικά για τον Κώστα Καραμανλή. Αντίθετα, στο «Βήμα» η απογοήτευση κυριαρχούσε και αποφάσισαν να σβήσουν τα φώτα και να ξεστρώσουν τα τραπέζια εδεσμάτων που είχαν στηθεί για να εορτασθεί η εκλογική νίκη Σημίτη. Αλλά ένα τηλεφώνημα του εξαιρετικού πολιτικού Κώστα Λαλιώτη, να περιμένουν νίκη Σημίτη, άλλαξε τα πάντα. Αμέσως, η Μαρίτα, που ήταν ακόμη στο γραφείο της στο «Βήμα», με ειδοποίησε για το τηλεφώνημα Λαλιώτη. Εγώ το ανακοίνωσα στη διοίκηση της «Καθημερινής» και έφυγα...

Τώρα ο Τσουκάτος επιβεβαιώνει το πώς ο Σημίτης «έκλεψε» τη νίκη από τον Κώστα Καραμανλή και το πώς κατέστρεψε τη χώρα: Το μέγα σκάνδαλο της φούσκας του χρηματιστηρίου, η προνομιακή σχέση του ανδρός με τους Γερμανούς και την Goldman Sachs, σε συνάρτηση με την ετσιθελική (άνευ δημοψηφίσματος) ένταξή μας στο ευρώ, τα περίφημα greek statistics κ.λπ. κ.λπ., το μεγάλο φαγοπότι των Ολυμπιακών Αγώνων με τις απευθείας αναθέσεις και τις τεράστιες υπερκοστολογήσεις. Το όργιο των εξοπλιστικών με τους μεσάζοντες, τις υπερτιμολογήσεις και τις μίζες, η σκανδαλώδης σχέση με Siemens - Χριστοφοράκο και Intracom - Κόκκαλη (η αείμνηστη Αριστέα τα έγραφε, αλλά εξοντώθηκε όταν άρχισε η μετάλλαξη της «Καθημερινής»).