Οπαράγοντας που συνέβαλε στη διαμόρφωση του ελλαδικού πληθυσμού ήταν η εξέλιξη του μεταναστευτικού ισοζυγίου. Σημαντικό κεφάλαιο αυτής της εξέλιξης αποτελεί η μετανάστευση των Ελλήνων προς το εξωτερικό, η οποία την περίοδο που εξετάζουμε πραγματοποιήθηκε με δύο ξεχωριστά κύματα. Το πρώτο μεταναστευτικό κύμα εκδηλώθηκε πέριξ των αρχών του 20ού αιώνα, οπότε ένα μεγάλο μέρος του τότε ελλαδικού πληθυσμού μετανάστευσε κυρίως προς τις ΗΠΑ. Εκτιμάται ότι την περίοδο αυτή (18851919) πραγματοποιήθηκαν 375.000 έξοδοι Ελλήνων, προερχομένων κυρίως από την Πελοπόννησο και τις νησιωτικές περιοχές (Κυκλάδες, Ζάκυνθος, Κύθηρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο κ.ά.). Το σημαντικό σε αυτή την πρώτη μεταναστευτική έξοδο είναι ότι συνέβη σε μια περίοδο επιταχυνόμενης δημογραφικής ανάπτυξης, δηλαδή όταν η γονιμότητα του πληθυσμού δεν είχε ακόμη μειωθεί. Ετσι, μαζί με όσους μετανάστευσαν τότε χάθηκαν και οι πολυάριθμοι απόγονοί τους, γεγονός το οποίο υπονόμευσε μόνιμα τη δημογραφική ανάπτυξη της χώρας.

Το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα αναπτύχθηκε τις πρώτες δύσκολες μεταπολεμικές δεκαετίες (19451977). Η έξοδος αυτής της περιόδου ξεκίνησε από τις παραδοσιακές περιοχές της προπολεμικής μετανάστευσης, αλλά στη συνέχεια τροφοδοτήθηκε από τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ηπειρο, τη Θεσσαλία και ορισμένα νησιά του Αιγαίου.

Οι μετανάστες αρχικά κατευθύνονταν προς τις ΗΠΑ και άλλες υπερωκεάνιες χώρες (Καναδάς και Αυστραλία), εν συνεχεία όμως, και κυρίως τη δεκαετία του ‘60, οπότε η έξοδος έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, ο κύριος όγκος τους κατευθύνθηκε προς τη ∆υτική Ευρώπη (Γερμανία, Βέλγιο και Ολλανδία). Ως συνήθως, οι αποχωρήσαντες αυτής της περιόδου προέρχονταν από το πλέον νεανικό και παραγωγικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας: επτά στους δέκα ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα των 1544 ετών, ενώ εξίσου μεγάλο ήταν το ποσοστό των αγάμων.

Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 1.300.000 μεταναστευτικές έξοδοι, ενώ εκτιμάται ότι η καθαρή μεταναστευτική εκροή ανήλθε στα 650.000 άτομα. Η εισροή ομογενών από την Τουρκία και την Αίγυπτο, η οποία συνέβη την ίδια περίοδο (διωγμοί Κωνσταντινουπολιτών και Αιγυπτιωτών), απλώς μετρίασε τις αρνητικές συνέπειες αυτής της μεγάλης φυγής.

Κατά μία έννοια, την περίοδο αυτή η χώρα πλήρωσε έναν ιδιότυπο και καθυστερημένο «φόρο αίματος» για τα γεγονότα και τις καταστροφές ολόκληρης της δεκαετίας του ‘40.

Η μετανάστευση άρχισε να διογκώνεται από τη δεκαετία του ’50, για να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘60 και να συνεχιστεί έως τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Εκτιμώνται οι εξής αποχωρήσεις ανά έτος: 1957: 30.000, 1960: 458.000, 1963: 100.000, 1964: 105.000, 1965: 117.000 (Βλ. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμ. ΙΣΤ’, σελ. 233). Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι μεταναστευτικές ροές αντιστράφηκαν, αφού στη φάση αυτή σταμάτησε η μεταναστευτική έξοδος και πλέον άρχισαν να παλιννοστούν μετανάστες της προηγούμενης περιόδου. Με το μεταναστευτικό ισοζύγιο να περνά σε θετικές τιμές τη δεκαετία 19721981 και με το φυσικό ισοζύγιο να παραμένει θετικό (αν και κάπως συρρικνωμένο), την περίοδο αυτή ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε σημαντικά.
Μετά το 1981 το φυσικό ισοζύγιο μειώθηκε ταχύτατα, αλλά οι μεταναστευτικές εισροές συνεχίστηκαν, καθώς την περίοδο αυτή επανέκαμψαν στη χώρα αρκετοί πρώην πολιτικοί πρόσφυγες και ομογενείς από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ετσι και τη δεκαετία 19811991 σημειώθηκε αύξηση του πληθυσμού. Την επόμενη δεκαετία, οπότε το φυσικό ισοζύγιο πρακτικά μηδενίστηκε, η όποια αύξηση στον ελλαδικό πληθυσμό προήλθε αποκλειστικά από το μεταναστευτικό ισοζύγιο, το οποίο παρέμεινε θετικό, επειδή με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων αναπτύχθηκε για πρώτη φορά ένα κύμα οικονομικών μεταναστών, προερχομένων κυρίως από την Αλβανία και δευτερευόντως από άλλες χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣ∆. Η Ελλάδα για πρώτη φορά μετατράπηκε από χώρα αποστολής μεταναστών σε χώρα υποδοχής μεταναστών.

Οι παραπάνω εξελίξεις, όπως ήταν φυσικό, άλλαξαν τη σύνθεση του ελλαδικού πληθυσμού, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται άμεσα στα αποτελέσματα των απογραφών: το 1991, σε συνολικό πληθυσμό 10.300.000 μόνιμων κατοίκων, μόλις 167.000 ήταν αλλοδαποί. Το 2001 και ενώ είχε προηγηθεί μία δεκαετία αθρόας εισόδου οικονομικών μεταναστών από τις βαλκανικές και πρώην σοσιαλιστικές χώρες, σε σύνολο πληθυσμού 10.900.000 κατοίκων, ο αριθμός των μόνιμα διαμενόντων αλλοδαπών ανερχόταν στις 762.000. Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η αύξηση του συνολικού μόνιμου πληθυσμού τη δεκαετία αυτή (600.000 περίπου) ήταν ίση με την αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σύνθεση των αλλοδαπών αυτής της περιόδου: τα 2/3 τους ήταν Βαλκάνιοι, εκ των οποίων 435.000 αλβανικής υπηκοότητας, το 11,9% προερχόταν από άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες (πρώην ΕΣΣ∆, Πολωνία κ.λπ.), ενώ ήδη εμφανίζονταν 75.000 άτομα, προερχόμενα από λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (Ασία, Αφρική).

Τη δεκαετία 20022011, καθώς πρακτικά ολοκληρώθηκε το μεταναστευτικό κύμα από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, άρχισε να αναπτύσσεται ένα δεύτερο μεταναστευτικό κύμα από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, το οποίο αναμένεται ότι θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση από το πρώτο, δεδομένου ότι τροφοδοτείται από κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες πολύ μεγαλύτερης κλίμακας. Χαρακτηριστική της περιόδου αυτής είναι η σταδιακή αύξηση των καταγραφόμενων εισόδων παράνομων μεταναστών από τα ελληνοτουρκικά σύνορα (χερσαία και θαλάσσια), οι οποίες προς τα τέλη της δεκαετίας έφτασαν τις 50.000 ετησίως (σ.σ.: Αναφερόμαστε βεβαίως στις ορατές ροές, αφού ένας απροσδιόριστος αριθμός μεταναστών εισερχόταν κρυφά στη χώρα, χωρίς να καταγράφεται).
Στην απογραφή του 2011, το ποσοστό των αλλοδαπών οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στη χώρα συνέχισε την αυξητική του πορεία, ανερχόμενο πλέον στο 8,45% του συνολικού πληθυσμού (912.000 επί συνόλου 10.800.000). Υπογραμμίζουμε ότι τα στοιχεία που παραθέτουμε αφορούν τις επίσημες απογραφές του μόνιμου πληθυσμού. ∆ηλαδή, δεν καταγράφουν το σύνολο των αλλοδαπών, αφού εκ των πραγμάτων δεν περιλαμβάνουν τους περισσότερους από τους παράνομους μετανάστες. Τα παραθέτουμε όμως, διότι καταδεικνύουν τη γενική τάση, δηλαδή τη σταδιακή αντικατάσταση του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού από αλλοδαπούς.