Τουρκικό Διεθνές Δίκαιο αλά καρτ
Άρθρο γνώμης
Η Τουρκία εμμένει στις διμερείς συνομιλίες με την Ελλάδα, αποφεύγοντας τη δημοσιοποίηση των διαπραγματεύσεων και προσπαθώντας να αποφύγει τις πολυμερείς συνομιλίες ή τη διαμεσολάβηση διεθνών οργανισμών
Στα δύο προηγούμενα άρθρα εξετάσαμε τους τουρκικούς ισχυρισμούς, ερωτήματα για τις διεκδικήσεις της Αγκυρας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου και των Συνθηκών της Λωζάννης και των Παρισίων. Επίσης, τις διαδικασίες καθορισμού των ΑΟΖ και τα στοιχεία που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στις σχετικές αποφάσεις. Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν στο πρώτο και το δεύτερο άρθρο, οδηγούμεθα στα ακόλουθα συμπεράσματα:
Πρώτον, από την ανάλυση που προηγήθηκε καθίσταται σαφές ότι αποσπασματικά τοπική οριοθέτηση ΑΟΖ μόνο στο Αιγαίο και όχι ανατολικότερα από την Κρήτη είναι μη αποδεκτή από την Τουρκία. Τούτο διότι, ενώ στο Βόρειο και το Νότιο Αιγαίο υπάρχει πολύ περιορισμένη θαλάσσια περιοχή για καθορισμό τουρκικής ΑΟΖ, με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας εκτιμά ότι θα «αποσπάσει» τη μερίδα του λέοντος στην περιοχή μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Σε κάθε περίπτωση, οι ακτές του Λασιθίου της Ανατολικής Κρήτης είναι βασικό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας τόσο με την Τουρκία όσο και με την Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Λιβύη.
Δεύτερον, η ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία σταμάτησε στον μεσημβρινό που περνά από τη Ρόδο, διότι ακριβώς είναι σε αναμονή διευθέτησης θαλάσσιων συνόρων Ελλάδας-Τουρκίας με την εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας στην περιοχή, όπως θεωρείται αναμενόμενο. Το τουρκολιβυκό Μνημόνιο, από την άλλη πλευρά, κατάφωρα παραβιάζει τόσο το Διεθνές Δίκαιο και το μονομερές δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα έως 12 μίλια όσο και τη Συμφωνία για την προσωρινή διακυβέρνηση της Λιβύης.
Τρίτον, η δυνατότητα της Ελλάδας να ομαδοποιήσει συστάδες νησιών με τη διαδικασία «carpet», ώστε να θεωρούνται ως περιοχή ενιαίας ξηράς, χρήζει εξειδικευμένης μελέτης, διότι με την ομαδοποίηση αυτή μικραίνει η θεωρητική ακτογραμμή, που δεν θα είναι πλέον αθροιστική των νήσων, αλλά περιφερειακή, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά για την Ελλάδα η αρχή της αναλογικότητας του μήκους των ακτών, που ένα διεθνές όργανο κρίσεων λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό ΑΟΖ.
Πέμπτον, στην προετοιμασία για μια μελλοντική διαμεσολάβηση, όπως διδάσκεται στα πανεπιστήμια, ο εκάστοτε διαμεσολαβητής/ κριτής προσπαθεί να αντιληφθεί ποιος από τους αντιπαρατιθέμενους είναι πιθανόν να υποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις του, καθώς και τις παραχωρήσεις που κάθε αντιπαρατιθέμενος είναι δυνατόν να αποδεχθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία, «φορτώνοντας» με απαιτήσεις και αιτιάσεις την αττζέντα της, έχει την ευχέρεια να υποχωρήσει μερικώς, επιδεικνύοντας «μετριοπάθεια», ενώ με τις παραβιάσεις και τις εντάσεις που προκαλεί προσπαθεί να πείσει ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις της, αν δεν ικανοποιηθούν επαρκώς τα αιτήματά της. Εκτον, η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή για αυτήν πραγματικότητα όσον αφορά την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ειδικά με βάση τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) στον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, αρνήθηκε να την υπογράψει. Σε μια προσπάθεια δημιουργίας ερεισμάτων για την ανατροπή των ισχυόντων, μέσω της διαδικασίας άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης διεθνών ιδρυμάτων και οργανισμών, αλλά και με την προώθηση τοποθέτησης «υποστηρικτών» της σε ιδρύματα, εκτιμάται ότι επιχειρεί να δημιουργήσει, μέσω διεθνών δημοσιεύσεων και μελετών, την «έξωθεν καλή μαρτυρία» προς υποστήριξη των θέσεών της. Εβδομον, με τη μέχρι σήμερα τουρκική επιθετική πολιτική, ειδικά στην περιοχή του Αιγαίου, χωρίς να κερδίσει η Τουρκία, στην ουσία έχασε η Ελλάδα τα νόμιμα δικαιώματά της, όπως προαναφέρθηκε. Η Συμφωνία της Βέρνης το 1976 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είχε σκοπό την αποσόβηση του κινδύνου ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ και όχι την εξεύρεση λύσης με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Ενατον, η Τουρκία εμμένει στις διμερείς συνομιλίες με την Ελλάδα, αποφεύγοντας τη δημοσιοποίηση των διαπραγματεύσεων και προσπαθώντας να αποφύγει τις πολυμερείς συνομιλίες ή τη διαμεσολάβηση διεθνών οργανισμών, όπου εξ αντικειμένου θα πρέπει να εφαρμοστεί το Διεθνές Δίκαιο και όχι ο πειθαναγκασμός.
Δέκατον, ο απροκάλυπτος αναθεωρητισμός της Τουρκίας οδήγησε στην υιοθέτηση του χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας», που αρχικά επέφερε αρνητικά σχόλια ακόμα και από Τούρκους εμπειρογνώμονες. Τούτο διότι, ειδικά στην περιοχή του Αιγαίου, η υποδεικνυόμενη στον χάρτη περιοχή στην πραγματικότητα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικός εθνικός χώρος νήσων και των 6 μιλίων χωρικών υδάτων που η Τουρκία έχει δεσμευτικά αποδεχθεί. Τούτο διότι, ακόμα και έμμεσα, με την απειλή του casus belli, η Τουρκία έχει επίσημα αποδεχθεί εδώ και δεκαετίες τα 6 μίλια χωρικών υδάτων.
Τέλος, το γεγονός αυτό εξανάγκασε την τουρκική κυβέρνηση, για να καλύψει το φιάσκο των αρχικών δηλώσεων περί «Γαλάζιας Πατρίδας», να επικαλεστεί το ανερμάτιστο θέμα της αποστρατικοποίησης των νήσων, συνδέοντάς το με το έωλο ερώτημα περί μη ισχύος της Συνθήκης της Λωζάννης, λόγω παραβίασης των όρων της από την Ελλάδα, και άρα με την αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η τουρκική κλιμάκωση είναι δυνατόν να οδηγήσει στον παροξυσμό ενός θερμού επεισοδίου ακόμα και ως αποτέλεσμα ενός ατυχήματος. Η Τουρκία, όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι στόχοι της έχουν πιθανότητες επίτευξης μόνο σε περιόδους που έχει εξασφαλίσει ισχυρές διεθνείς συμμαχίες και υποστήριξη. Στις μέρες μας, η μη πολιτικώς ορθή ρητορική και πρακτική των πολιτικών ελίτ της Τουρκίας οδήγησε τη διπλωματία της σε τέλμα, με αποτέλεσμα να χάσει κατά κράτος σε αυτόν τον τομέα, όπου παραδοσιακά στο παρελθόν είχε επιτυχίες.
Πρώτον, από την ανάλυση που προηγήθηκε καθίσταται σαφές ότι αποσπασματικά τοπική οριοθέτηση ΑΟΖ μόνο στο Αιγαίο και όχι ανατολικότερα από την Κρήτη είναι μη αποδεκτή από την Τουρκία. Τούτο διότι, ενώ στο Βόρειο και το Νότιο Αιγαίο υπάρχει πολύ περιορισμένη θαλάσσια περιοχή για καθορισμό τουρκικής ΑΟΖ, με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας εκτιμά ότι θα «αποσπάσει» τη μερίδα του λέοντος στην περιοχή μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Σε κάθε περίπτωση, οι ακτές του Λασιθίου της Ανατολικής Κρήτης είναι βασικό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών της Ελλάδας τόσο με την Τουρκία όσο και με την Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Λιβύη.
Δεύτερον, η ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία σταμάτησε στον μεσημβρινό που περνά από τη Ρόδο, διότι ακριβώς είναι σε αναμονή διευθέτησης θαλάσσιων συνόρων Ελλάδας-Τουρκίας με την εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας στην περιοχή, όπως θεωρείται αναμενόμενο. Το τουρκολιβυκό Μνημόνιο, από την άλλη πλευρά, κατάφωρα παραβιάζει τόσο το Διεθνές Δίκαιο και το μονομερές δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα έως 12 μίλια όσο και τη Συμφωνία για την προσωρινή διακυβέρνηση της Λιβύης.
Τρίτον, η δυνατότητα της Ελλάδας να ομαδοποιήσει συστάδες νησιών με τη διαδικασία «carpet», ώστε να θεωρούνται ως περιοχή ενιαίας ξηράς, χρήζει εξειδικευμένης μελέτης, διότι με την ομαδοποίηση αυτή μικραίνει η θεωρητική ακτογραμμή, που δεν θα είναι πλέον αθροιστική των νήσων, αλλά περιφερειακή, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά για την Ελλάδα η αρχή της αναλογικότητας του μήκους των ακτών, που ένα διεθνές όργανο κρίσεων λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό ΑΟΖ.
Ο φανατισμός ως μέσο πίεσης
Τέταρτον, η διατήρηση της έντονης πολιτικής ρητορικής από την Τουρκία, με την ταυτόχρονη χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, δημιουργεί φανατισμό στον τουρκικό λαό. Η Αγκυρα, επικαλούμενη στη συνέχεια τη μη αποδοχή υποχωρήσεων από την τουρκική κοινή γνώμη, εκτιμά ότι ισχυροποιεί τη θέση της σε μια μελλοντική διεθνή διαμεσολάβηση. Προς την κατεύθυνση αυτή, ήδη σήμερα οι εσωτερικές δημοσκοπήσεις στην Τουρκία καταδεικνύουν ότι πλειοψηφικά η κοινή γνώμη πιστεύει ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από τη «Γαλάζια Πατρίδα» πρέπει να διεκδικηθούν ακόμα και με τη χρήση ένοπλης βίας. Συμπερασματικά, όταν ο τουρκικός λαός δεν μπορεί να χορτάσει με ψωμί, τα κόμματα επιχειρούν να τον χορτάσουν με φανατισμό και μεγαλοϊδεατισμό. Η μεθόδευση αυτή με τη δημιουργία εθνικού φανατισμού δεν γίνεται αποδεκτή από ένα διεθνές όργανο κρίσεων.Πέμπτον, στην προετοιμασία για μια μελλοντική διαμεσολάβηση, όπως διδάσκεται στα πανεπιστήμια, ο εκάστοτε διαμεσολαβητής/ κριτής προσπαθεί να αντιληφθεί ποιος από τους αντιπαρατιθέμενους είναι πιθανόν να υποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις του, καθώς και τις παραχωρήσεις που κάθε αντιπαρατιθέμενος είναι δυνατόν να αποδεχθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία, «φορτώνοντας» με απαιτήσεις και αιτιάσεις την αττζέντα της, έχει την ευχέρεια να υποχωρήσει μερικώς, επιδεικνύοντας «μετριοπάθεια», ενώ με τις παραβιάσεις και τις εντάσεις που προκαλεί προσπαθεί να πείσει ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις της, αν δεν ικανοποιηθούν επαρκώς τα αιτήματά της. Εκτον, η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή για αυτήν πραγματικότητα όσον αφορά την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ειδικά με βάση τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) στον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, αρνήθηκε να την υπογράψει. Σε μια προσπάθεια δημιουργίας ερεισμάτων για την ανατροπή των ισχυόντων, μέσω της διαδικασίας άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης διεθνών ιδρυμάτων και οργανισμών, αλλά και με την προώθηση τοποθέτησης «υποστηρικτών» της σε ιδρύματα, εκτιμάται ότι επιχειρεί να δημιουργήσει, μέσω διεθνών δημοσιεύσεων και μελετών, την «έξωθεν καλή μαρτυρία» προς υποστήριξη των θέσεών της. Εβδομον, με τη μέχρι σήμερα τουρκική επιθετική πολιτική, ειδικά στην περιοχή του Αιγαίου, χωρίς να κερδίσει η Τουρκία, στην ουσία έχασε η Ελλάδα τα νόμιμα δικαιώματά της, όπως προαναφέρθηκε. Η Συμφωνία της Βέρνης το 1976 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είχε σκοπό την αποσόβηση του κινδύνου ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ και όχι την εξεύρεση λύσης με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Η μοιρασιά αλά Τούρκα
Ογδοον, στο εγγύς μέλλον, λόγω της μετατόπισης του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η εκμετάλλευση εξωχώριων (offshore) κοιτασμάτων υδρογονανθράκων περιορίζεται δραστικά λόγω κόστους εξόρυξης σε μεγάλα βάθη, αλλά και των χρονικών ορίων που έχουν τεθεί (2030- 2050) για την πράσινη ενέργεια. Βέβαια, η ανάγκη καθορισμού των ΑΟΖ συνεχίζει να είναι προϋπόθεση για άλλης μορφής εκμετάλλευση, όπως είναι, για παράδειγμα, οι υδρίτες στον βυθό της θάλασσας, οι πλωτές ανεμογεννήτριες, καθώς και άλλες εκμεταλλεύσεις, όπως είναι παραδοσιακά η αλιεία.Ενατον, η Τουρκία εμμένει στις διμερείς συνομιλίες με την Ελλάδα, αποφεύγοντας τη δημοσιοποίηση των διαπραγματεύσεων και προσπαθώντας να αποφύγει τις πολυμερείς συνομιλίες ή τη διαμεσολάβηση διεθνών οργανισμών, όπου εξ αντικειμένου θα πρέπει να εφαρμοστεί το Διεθνές Δίκαιο και όχι ο πειθαναγκασμός.
Δέκατον, ο απροκάλυπτος αναθεωρητισμός της Τουρκίας οδήγησε στην υιοθέτηση του χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας», που αρχικά επέφερε αρνητικά σχόλια ακόμα και από Τούρκους εμπειρογνώμονες. Τούτο διότι, ειδικά στην περιοχή του Αιγαίου, η υποδεικνυόμενη στον χάρτη περιοχή στην πραγματικότητα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικός εθνικός χώρος νήσων και των 6 μιλίων χωρικών υδάτων που η Τουρκία έχει δεσμευτικά αποδεχθεί. Τούτο διότι, ακόμα και έμμεσα, με την απειλή του casus belli, η Τουρκία έχει επίσημα αποδεχθεί εδώ και δεκαετίες τα 6 μίλια χωρικών υδάτων.
Τέλος, το γεγονός αυτό εξανάγκασε την τουρκική κυβέρνηση, για να καλύψει το φιάσκο των αρχικών δηλώσεων περί «Γαλάζιας Πατρίδας», να επικαλεστεί το ανερμάτιστο θέμα της αποστρατικοποίησης των νήσων, συνδέοντάς το με το έωλο ερώτημα περί μη ισχύος της Συνθήκης της Λωζάννης, λόγω παραβίασης των όρων της από την Ελλάδα, και άρα με την αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η τουρκική κλιμάκωση είναι δυνατόν να οδηγήσει στον παροξυσμό ενός θερμού επεισοδίου ακόμα και ως αποτέλεσμα ενός ατυχήματος. Η Τουρκία, όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι στόχοι της έχουν πιθανότητες επίτευξης μόνο σε περιόδους που έχει εξασφαλίσει ισχυρές διεθνείς συμμαχίες και υποστήριξη. Στις μέρες μας, η μη πολιτικώς ορθή ρητορική και πρακτική των πολιτικών ελίτ της Τουρκίας οδήγησε τη διπλωματία της σε τέλμα, με αποτέλεσμα να χάσει κατά κράτος σε αυτόν τον τομέα, όπου παραδοσιακά στο παρελθόν είχε επιτυχίες.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»