Στη σημερινή του επίσκεψη στη χώρα μας, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν συνοδεύεται από τον υπουργό Οικονομίας Μπρυνό Λε Μερ και από περίπου σαράντα εκπροσώπους μεγάλων γαλλικών επιχειρήσεων (Total, Suez, EDF, Sanofi, κ.ά.). Όπως έγινε γνωστό δίχως περιστροφές, οι επιχειρηματίες αυτοί έρχονται για να εξετάσουν πώς μπορούν να εκμεταλλευτούν τις «σημαντικές ευκαιρίες» που προσφέρει η Ελλάδα.

Το γεγονός αυτό δεν είναι ασυνήθιστο. Πολύ συχνά σε ανάλογες επισκέψεις, οι ηγέτες κρατών συνοδεύονται από εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου. Έχει βεβαίως πολλάκις συμβεί στη χώρα μας στο παρελθόν - με επισκέψεις γερμανών αξιωματούχων, λόγου χάρη. Και φυσικά, συμβαίνει και το αντίστροφο: τον έλληνα πρωθυπουργό συχνά έχουν συνοδεύσει επιχειρηματίες σε επισκέψεις του σε άλλα κράτη.

Επειδή τέτοιου είδους συνδυαστικές επισκέψεις είναι συνηθισμένες, έχουμε την τάση να αισθανόμαστε ότι είναι και «φυσιολογικές», ότι τίποτε παράξενο δεν συμβαίνει με δαύτες. Ας μου επιτραπούν, λοιπόν, κάποιες παρατηρήσεις, που ίσως δείχνουν ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως αυτονόητο και τετριμμένο είναι ίσως πολύ πιο αλλόκοτο και πολύ πιο ενδεικτικό για τον νέο –ή ίσως όχι και τόσο νέο– κόσμο στον οποίο ζούμε.

Η προβολή της «εθνικής δύναμης», η χρήση της πολιτικής σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο για την προαγωγή οικονομικών συμφερόντων της κάθε χώρας δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούργιο. Η χρήση της πολιτικής, μάλιστα, για την προαγωγή ιδιωτικών οικονομικών επιδιώξεων είναι σύμφυτη με τη δημιουργία του νεωτερικού έθνους-κράτους, ακολουθώντας τα αλληλένδετα ρεύματα του εθνικισμού και του φιλελευθερισμού.

Ωστόσο -κι αυτό είναι το ζήτημα πάνω στο οποίο πρέπει να αναστοχαστεί κανείς-, οι εν λόγω εταιρείες δεν είναι με κανέναν ουσιαστικό τρόπο «γαλλικές». Δεν υπάρχει κάτι ουσιωδώς «γαλλικό» -ή «γερμανικό» ή «αμερικανικό»- σε μια πολυεθνική εταιρεία που φτιάχνει, ας πούμε, φάρμακα, ή εμπορεύεται υπηρεσίες ύδρευσης. Όπως έχει πλέον καταστεί κοινή γνώση, αυτού του είδους η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι παγκοσμιοποιημένη. Έχουμε συνεπώς το φαινομενικό παράδοξο να χρησιμοποιείται η εθνική πολιτική, η προβολή εθνικής δύναμης, για να προαχθεί ένα απεδαφικοποιημένο, παγκοσμιοποιημένο επιχειρηματικό συμφέρον. Πρόκειται για μια ιδιότυπη «ολοκλήρωση» του νεωτερικού κράτους ως μηχανισμού εξυπηρέτησης μιας υπερκρατικής, ιδιωτικής οικονομικής ισχύος.

Αυτή η χρήση της πολιτικής είναι κατεξοχήν νεοφιλελεύθερη. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν οραματίζεται το «μικρό» κράτος του φιλελευθερισμού, με την έννοια του κράτους που πολύ περιορισμένα επεμβαίνει στην αγορά ώστε να διορθώσει τις στρεβλώσεις που αναπόφεκτα δημιουργούνται, όπως τα μονοπώλια.

Τουναντίον, οραματίζεται ένα πανίσχυρο κράτος που ωστόσο επεμβαίνει μόνον και απευθείας στο κοινωνικό σώμα, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η αγορά θα υπακούει αποκλειστικά στους εσωτερικούς της κανόνες.
Αυτή είναι και η ουσία του τεχνοκρατισμού: ο πολιτικός σ’ αυτόν τον ρόλο δεν είναι παρά ένας διαμεσολαβητής. Ο ρόλος του περιορίζεται στο να κρατά την κοινωνία έξω από την διαπραγμάτευση μεταξύ των παραγόντων της αγοράς. Λέγεται συχνά ότι οι σύγχρονες πολιτικές εξουσίες είναι ανίσχυρες διότι δεν έχουν δύναμη επιβολής στις αγορές. Αυτό μπορεί να αληθεύει, δεν τις κάνει όμως ανίσχυρες. Αντιθέτως, έχουν τεράστια ισχύ, όχι όμως ως δύναμη επιβολής στις αγορές αλλά ως δύναμη επιβολής στην κοινωνία.

Μ’ αυτή την έννοια –που, το παραδέχομαι, δεν είναι η καθιερωμένη– ο τεχνοκρατισμός προσλαμβάνει μια οιονεί αστυνομική λειτουργία. Αν κάποιον τον ξενίζει αυτός ο όρος, ας αναλογιστεί το εξής: σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας είναι κλειστό για τους πολίτες της και έχουν απαγορευτεί οι συγκεντρώσεις. Οι πολίτες έχουν στερηθεί, αυθαίρετα και καταχρηστικά, τα δημοκρατικά τους δικαιώματα της ελευθερίας κίνησης και συνάθροισης. Θα πει κανείς, καλά, τι πειράζει να τα στερηθούμε για μερικές ώρες για χάρη της ασφάλειας ενός σημαίνοντος επισκέπτη; Ας αναλογιστούμε, όμως, τον συμβολισμό: οι πολίτες αποκλείονται με αστυνομικά μέτρα από τους χώρους όπου οι εκλεγμένοι τους εκπρόσωποι μεσολαβούν ανάμεσα στους παράγοντες της αγοράς που ήρθαν για να βρουν «ευκαιρίες».

Παρεμπιπτόντως, ήταν ένας Γάλλος, ο ιστορικός Πιερ Σερνά, που πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο «Ακραίο Κέντρο», για να περιγράψει τη γαλλική διακυβέρνηση ανάμεσα στον Ναπολέοντα και στο 1820 – μια διακυβέρνηση που ορίστηκε από την επιδίωξη ενός «τεχνοκρατισμού» σε συνδυασμό με σκληρή κρατική καταστολή, ενώ απέρριπτε τον ανταγωνιστικό άξονα Αριστεράς-Δεξιάς, θεωρώντας κάθε άλλη πολιτική δύναμη εκτός από τον εαυτό της «ακραία». Ο Σερνά επανέφερε τον όρο πρόσφατα, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Το Βήμα. Για να περιγράψει τον Εμανουέλ Μακρόν.