Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την ποινική δίωξη της οργάνωσης, μετά από χρόνια καθυστερήσεων και υπεκφυγών των αρμοδίων αρχών και κυβερνήσεων, και οδήγησε στην πολύκροτη δίκη που διεξάγεται ακόμη. Μια δίκη που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα –σε σχέση, κυρίως, με την ακαταλληλότητα του χώρου στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου γίνονται ακόμη πολλές από τις συνεδριάσεις– αλλά που σταδιακά φέρνει στο φως τα έργα και τις ημέρες της Χρυσής Αυγής.

Με αφορμή τη σημερινή θλιβερή επέτειο, ωστόσο, θέλω να θυμίσω ότι τα έργα και οι ημέρες για τα οποία μιλώ, όσο κι αν στη δίκη αναδεικνύνται συστηματικά σε όλες τις σκοτεινές τους λεπτομέρειες, δεν ήταν άγνωστα. Ήταν υποβαθμισμένα, συσκοτισμένα, συγκαλυμμένα. Κι αυτό είναι κάτι διαφορετικό από το να είναι άγνωστα.

Η Χρυσή Αυγή και η δράση της είναι γνωστά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μπορεί να μην είχε παρά ασήμαντη εκλογική απήχηση, όμως τη «μάχη του πεζοδρομίου» την είχε εξαπολύσει εδώ και δεκαετίες. Κι αν στην κοινή γνώμη δεν ήταν γνωστές παρά λίγες πράξεις που έβλεπαν το φως της ευρείας δημοσιότητας –σαν την παρολίγο δολοφονία του Δημήτρη Κουσουρή–, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η συστηματικότητα της δράσης της ήταν γνωστή στον πολιτικό, στον αστυνομικό, στον δικαστικό και στον δημοσιογραφικό κόσμο. Ελάχιστοι αξιοποίησαν αυτή τη γνώση με οποιονδήποτε τρόπο.

Ακόμη και σε μια τόσο όψιμη στιγμή όπως μετά το 2010, όταν η Χρυσή Αυγή καταλάμβανε κεντρικές πλατείες της πρωτεύουσας, εγκαθιστούσε «φρουρές» που καταδίωκαν βίαια τους μετανάστες, εξαπέλυε «τάγματα εφόδου» που ξυλοφόρτωναν και μαχαίρωναν μετανάστες στις γειτονιές, και ο αρχηγός της χαιρετούσε ναζιστικά μέσα στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου της Αθήνας, η αντίδραση των περισσοτέρων ήταν –για να το πω πολύ κομψά– απογοητευτική: επιφανείς πολιτικοί αποκαλούσαν τη Χρυσή Αυγή «αυθεντικό κίνημα» ή δήλωναν πως «δεν ξέρω ποιος μαχαιρώνει ποιον» ή συνομιλούσαν μαζί της στα τηλεοπτικά πάνελ, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη περιγελούσε όσους μιλούσαν για κάλυψη των νεοναζί από την αστυνομία, η ίδια η αστυνομία σε τμήματα όπως του Αγίου Παντελεήμονα κορόιδευε όσους προσέφευγαν εκεί για βοήθεια μετά από χρυσαυγίτικες επιθέσεις, και πολλά ΜΜΕ έκαναν lifestyle αφιερώματα στα «νέα πρόσωπα» της πολιτικής σκηνής.

Αν λοιπόν αναρωτιόμαστε πώς μια συμμορία από λούμπεν νοσταλγούς του Γ’ Ράιχ κατόρθωσε να διευρύνει τόσο πολύ την επιρροή και τη δράση της, αν αναρωτιόμαστε πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η φρικτή βία που οδήγησε ακόμη και σε δολοφονίες, όπως του Παύλου Φύσσα, ας αναλογιστούμε και όσους επί μακρόν αδιαφόρησαν, ενώ κάτι θα μπορούσαν να είχαν κάνει. Ας σκεφτούμε ότι αν η καθολική καταδίκη που παρατηρείται τώρα είχε κάνει την εμφάνισή της έστω το 2010, αν τα «τάγματα εφόδου» είχαν βρει απέναντί τους την πολιτική βούληση, την αστυνομική πρακτική και τη δικαστική αποφαστικότητα, που μόλις μετά το 2013 άρχισε λίγο λίγο και δειλά να παγιώνεται, τότε θα είχαμε σωθεί από κάποια από τα χειρότερα. Τότε κάποιοι αθώοι θα ζούσαν.

Είναι μια πικρή σκέψη, το ξέρω. Αλλά δίχως αυτή, η ιστορία θα είναι πάντοτε μισή – όποιο αποτέλεσμα κι αν έχει τελικά η δίκη της Χρυσής Αυγής.