Παρατηρείται, λόγου χάρη, πρωτίστως μια αβίαστη σύνδεση μεταξύ μιας περιγραφόμενης ως διάχυτης ανομίας και παραβατικότητας με τη δολοφονία Ζαφειρόπουλου και εντέλει με μια καθολική βίαιη εγκληματικότητα που υποτίθεται πως κατακλύζει τα πάντα. Αναλόγως με τον φορέα της άποψης, βρίσκει κανείς εδώ να τσουβαλιάζονται διάφορα ζητήματα, από την μικροπαραβατικότητα, το παραεμπόριο και τη φοροδιαφυγή ως τις εκτροπές σε διαδηλώσεις, τα «επεισόδια», τους τραμπουκισμούς κατά καθηγητών πανεπιστημίων, την τρομοκρατία – και, βεβαίως, τα πάντοτε χρήσιμα Εξάρχεια.

Η εικόνα που φιλοτεχνείται είναι μιας κοινωνίας που πολιορκείται από αντιεξουσιαστές, πανεπιστημιακές παρατάξεις και πληρωμένους εκτελεστές, όλα σε ένα, μιας κοινωνίας που βυθίζεται στη βία, απλώς και μόνο διότι η πολιτική της εξουσία δεν επιλέγει να πατήσει τον έρημο τον διακόπτη που γράφει «νόμος και τάξη».

Αυτή η τροπή της δημόσιας συζήτησης είναι απολύτως παραπλανητική. Πρώτον, η ιδέα πως μια υποτιθέμενη κοινωνική ανοχή στην μικροπαραβατικότητα οδηγεί σε ανοχή ή σε αύξηση της σοβαρής εγκληματικότητας είναι αστήρικτη. Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιες μορφές μικροπαραβατικότητας πιο γενικευμένες απ’ ό,τι αλλού, όπου όμως υπάρχουν άλλες που είναι πιο περιορισμένες στην Ελλάδα. Το παράνομο παρκάρισμα, όμως, που είναι μια τέτοια μορφή, ή το παραεμπόριο, δεν μπορεί να συνδέεται με την τρομοκρατία εν είδει μεγαλόπνοου κοινωνιολογικού σχήματος, μόνο και μόνο επειδή κάποιου δημοσιολόγου του φαίνεται βολικό.

Ούτε, βέβαια, η παραβατικότητα στο πλαίσιο κοινωνικών διαμαρτυριών μπορεί να τεκμηριωθεί πως συνδέεται με το βαρύ ποινικό έγκλημα καθ’ οποιονδήποτε τρόπο – μια σύνδεση που είναι άλλωστε και προσβλητική για τον απλό κόσμο που όλα τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στον δρόμο για να διαδηλώσει. Και σίγουρα στην Ελλάδα δεν παρατηρείται ανοχή στη σοβαρή εγκληματικότητα – ή τουλάχιστον αν κάποιος έχει στοιχεία που να δείχνουν ότι η κοινή γνώμη γενικώς παραμένει απαθής μπροστά σε μεγάλα εγκλήματα, θα ήθελα να τα δω. Ως έχουν τα πράγματα, τέτοιο συμπέρασμα δεν προκύπτει από πουθενά.

Δεύτερον, από τα στοιχεία της αστυνομίας (όπως ο καλός συνάδελφος Γιάννης Μπαμπούλιας πρώτος επεσήμανε με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα) προκύπτει ότι η βαριάς μορφής εγκληματικότητα στην Ελλάδα όχι μόνο δεν αυξάνεται αλλά μειώνεται λίγο. Όχι μόνο δηλαδή δεν τεκμηριώνεται με κανέναν τρόπο σχέση μεταξύ «ανοχής στην παραβατικότητα» και αύξησης της εγκληματικότητας – αλλά δεν υπάρχει καν αύξηση της εγκληματικότητας!

Τρίτον, παρά τα αναμφίβολα φρικαλέα εγκλήματα που παρατηρούνται από καιρό σε καιρό, ελάχιστη ψύχραιμη παρατήρηση της διεθνούς ειδησεογραφίας αρκεί προκειμένου να διαπιστώσει κανείς ότι η Ελλάδα δεν είναι μια ιδιαίτερα βίαιη χώρα και σίγουρα όχι με όρους γενικής δημόσιας ασφάλειας. Προφανώς υπάρχουν προβλήματα αλλά, ευτυχώς, απέχουμε πολύ από το να είμαστε κάποιου είδους υπόδειγμα βίας – όσο κι αν κάθε τρεις και λίγο διατυπώνονται με περισσή ελαφρότητα συγκρίσεις με την Κολομβία.

Θέλουν προσοχή όλα αυτά. Μια στυγνή δολοφονία προκαλεί αποτροπιασμό, το δίχως άλλο. Όμως ο παροξυσμός της δημοσιότητας που οδηγεί αυτόν τον αποτροπιασμό σε μια ολωσδιόλου στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό πως εξυπηρετεί την απόδοση δικαιοσύνης.