Πέραν από έναν τεράστιο όγκο ρεπορτάζ και αρθρογραφίας σε ΜΜΕ πάμπολλων χωρών, ίσως το πιο αξιοσημείωτο φαινόμενο είναι ότι, εδώ και αρκετές ημέρες, αναρίθμητες γυναίκες από όλο τον κόσμο μοιράζονται εμπειρίες τους, όπου έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, αναρτώντας τις στα κοινωνικά δίκτυα. Οι εμπειρίες αναρτώνται με το hashtag “me_too”, δηλαδή «κι εγώ», με την έννοια του «συνέβη και σε μένα».

Το πιο ενδιαφέρον με την υπόθεση Γουάινσταϊν δεν είναι ότι ο επικεφαλής πανίσχυρων εταιριών, όπως η Miramax και η Weinstein Company, κατηγορείται επωνύμως από δεκάδες γυναίκες. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αποκαλύπτεται πως στις εταιρίες του, αλλά και στους ευρύτατους κοινωνικούς κύκλους της show business που τις περιβάλλουν, όχι μόνο η δραστηριότητά του ήταν ευρύτατα γνωστή, δίχως ποτέ κανένας να έχει μιλήσει γι’ αυτήν δημόσια, αλλά υπήρχε και μια γενικευμένη κουλτούρα υπόθαλψης, ακόμη και υποστήριξής της. Δεν ήταν ασύνηθες, λόγου χάρη, όπως διαβάζω σε ρεπορτάζ του New Yorker, να τον βοηθούν στην παγίδευση των θυμάτων του διάφορα στελέχη, άντρες και γυναίκες.

Γιατί είναι αυτό τόσο ενδιαφέρον; Μα επειδή ουδείς εκπλήσσεται. Μπορεί να οργίζεται ή να προσποιείται ότι εκπλήσσεται – αλλά δεν εκπλήσσεται στ’ αλήθεια. Εδώ έχουμε μια κολοσσιαία αποκάλυψη που όλοι ήδη ξέρουν. Ένα μυστικό που όλοι κατέχουν.
Είναι αυτή η παραδοξότητα που προκαλεί την έκρηξη: όσο η κοινή γνώση ψιθυρίζεται απλώς στις παρέες –σε άλλες σπάζοντας πλάκα και σε άλλες με λυγμούς– τόσο η κουλτούρα που υποθάλπει τη σεξουαλική παρενόχληση παραμένει οιονεί αόρατη. Όταν όμως ξαφνικά τύχει να αποτυπωθεί στη δημοσιότητα, τότε ξαφνικά ξεσπάει από εκατομμύρια πλευρές το ερώτημα που είναι τόσο δύσκολο να απαντηθεί: πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν κάτι τόσο γνωστό, που προκαλεί πόνο σε τόσο πολλούς ανθρώπους, να συμβαίνει παντού γύρω μας και κανένας –εκτός από ελάχιστους– να μην του αντιστέκεται ποτέ;

Φυσικά, όλα αυτά δεν αφορούν απλώς κάποιο μακρινό μέρος – το Λος Άντζελες, ας πούμε, ή τον «κόσμο της show business». Εδώ στη χώρα μας, το να αισθάνονται οι άντρες ότι αποτελεί δική τους απόφαση αν μια γυναίκα θα ανταποκριθεί στις ορέξεις τους ή όχι, το να αισθάνονται ότι το να την αντικειμενοποιήσουν είναι «φλερτ», «πλάκα», άκακο και στο κάτω κάτω δικαίωμά τους, το να αισθάνονται ότι η σεξουαλικότητα μιας γυναίκας τους ανήκει, ότι αυτοί λένε πώς, πότε, πού, με ποιον, με τι όρους μια γυναίκα βιώνει τη σεξουαλικότητά της, αποτελεί κοινό τόπο. Στους χώρους κοινονικοποίησης, στον δρόμο, στα μέσα μεταφοράς, και κυρίως στον χώρο εργασίας.

Όσοι έχουμε χρόνια στα ΜΜΕ, ειδικά εμείς, δεν έχουμε καμία δικαιολογία να μην γνωρίζουμε τι συμβαίνει με τις συναδέλφους μας και όλη την κουλτούρα που περιβάλλει τον αρχισυντάκτη, μεγαλοσυντάκτη ή διευθυντή «κυνηγό» και το «νέο αίμα» που μπαίνει στο γραφείο, αυτή η κουλτούρα που το θέλει όλο αυτό να είναι λίγο «αστείο» και λίγο «μέρος της εκπαίδευσης», μέρος μιας ιδιότυπης «επαγγελματικής ενηλικίωσης», η αναγκαία εμπειρία για να «σκληρύνει» κανείς, αλλά και όχι τόσο σοβαρό σε τελική ανάλυση. Φυσικά γνωρίζουμε. Όλοι γνωρίζουμε.

Απέναντι στην έκρηξη των ιστοριών κακοποίησης που δημοσιοποιούν εκατομμύρια γυναίκες, πολλοί άντρες αντιτείνουν ότι «δεν είμαστε όλοι βιαστές» και ότι «δεν μπορεί να απαγορευτεί το φλερτ». Αυτού του είδους οι αντιδράσεις θυμίζουν το “white lives matter too”, την «απάντηση» στο σλόγκαν “black lives matter” που συνόδευσε τις διαμαρτυρίες κατά των κατά συρροή δολοφονιών μαύρων από τις αστυνομία των ΗΠΑ. Προφανώς και όλες οι ζωές μετράνε, προφανώς και δεν είναι όλοι οι άντρες βιαστές ή όλα τα φλερτ παρενοχλητικά, όταν όμως σου λένε «ε, φίλε, μας σκοτώνουν εδώ πέρα!», «ε, φίλε, μας βιάζουν!», «ε, φίλε, έχω περάσει όλη μου τη ζωή να φοβάμαι!», τότε δεν απαντάς μιλώντας πάλι για τον εαυτό σου.

Διότι αυτή η τακτική μοιάζει να έχει τον στόχο να μην θέλεις να παραδεχτείς ότι κι εσύ γνωρίζεις τι συμβαίνει. Όπως όλοι.

Ας παραδεχτούμε ότι γνωρίζουμε.

Ότι γνωρίζουμε εδώ και χρόνια.

Είναι μια κάποια πρόοδος αυτό.