Στο σκάνδαλο που ξέσπασε γύρω από τις κατηγορίες για βιασμούς και σεξουαλική παρενόχληση εναντίον του Χάρβεϊ Γουάϊνσταϊν, καθώς και για το φαινόμενο του #metoo που ακολούθησε, έχω ξαναγράψει (ΕΔΩ).

Από τότε, όμως, ο χείμαρος των αποκαλύψεων γίνεται ολοένα ορμητικότερος: το αρχικό σκάνδαλο ακολούθησαν κατηγορίες εναντίον πάμπολλων γνωστών προσωπικοτήτων, στον χώρο της show business αλλά όχι μόνο, για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και επιθέσεις. Στις ΗΠΑ, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Κάθε εικοσιτεράωρο σχεδόν βλέπει τη δημοσιότητα άλλη μια περίπτωση διασήμου άντρα που κατηγορείται για τέτοιου είδους συμπεριφορά – οι New York Times, από τους οποίους άλλωστε ξεκίνησαν οι αποκαλύψεις για τον Γουάινσταϊν, έχουν μάλιστα καταρτίσει κατάλογο (ΕΔΩ), που ενημερώνεται περιοδικά, με όλες τις περιπτώσεις σε χρονολογική ακολουθία. Από παγκοσμίως γνωστούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς, σαν τον Μπρετ Ράτνερ ή τον Κέβιν Σπέισι, ως πρόσωπα επιρροής αλλά όχι μεγάλης διασημότητας, σαν τον εκδότη του περιοδικού σύγχρονης τέχνης Artforum Νάιτ Λάντσμαν, τον δημοσιογράφο Μάικλ Ορέσκις, και τον Πρόεδρο της Πολιτειακής Βουλής του Κεντάκι Μπρετ Χούβερ, τα κεφάλια δεν σταματούν να πέφτουν.

Δεν πρόκειται για υπερβολή. Όλοι αυτοί που κατηγορούνται έχουν υποστεί καταστροφικές επαγγελματικές επιπτώσεις με ακαριαία ταχύτητα: έχουν απολυθεί ή εξαναγκαστεί σε παραίτηση, συμβόλαιά τους έχουν καταγγελθεί, δουλειές τους έτοιμες για δημοσίευση έχουν ανασταλεί επ’ αόριστον ή ακυρωθεί. Στην περίπτωση του Κέβιν Σπέισι, η δημοφιλής σειρά House of Cards, στην οποία πρωταγωνιστούσε, ακυρώθηκε, ενώ σε ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, η οποία θα ολοκληρωνόταν σύντομα, ο δευτεραγωνιστικός ρόλος του δόθηκε αμέσως σε άλλον ηθοποιό, τον Κρίστοφερ Πλάμερ, που θα κληθεί να γυρίσει τώρα όλες τις απαραίτητες σκηνές. Στην περίπτωση του κωμικού Λούις Σ. Κ., η κυκλοφορία της νέας του ταινίας ακυρώθηκε, όπως και οι εκπομπές του, ενώ τα συνδρομητικά δίκτυα που διανέμουν τις ταινίες και τις εκπομπές του δήλωσαν ότι όχι μόνο δεν θα παραγγείλουν καινούργιες αλλά θα εξαφανίσουν και τις παλιές από την ψηφιακή βιβλιοθήκη τους.

Οι διαστάσεις που έχει λάβει αυτός ο κατακλυσμός καταγγελιών και κυρίως οι άμεσες συνέπειες που υφίστανται όσοι κατηγορούνται, έχει κάνει πολλούς να μιλήσουν για «κυνήγι μαγισσών», κάποιους ακόμη και για «σταλινισμό». Η ανησυχία τους δεν μπορεί να απορριφθεί αβασάνιστα: άσχετα με το ότι κάποιοι από τους κατηγορηθέντες αποδέχονται τις κατηγορίες (άλλοι, βέβαια, όχι), εξακολουθεί να ισχύει πως αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καταδικαστεί για κάποιο αδίκημα, ενώ υπό το κράτος δικαίου ούτε καν η ομολογία δεν νοείται από μόνη της επαρκές αποδεικτικό μέσο. Κι όμως, εδώ πρόκειται για ανθρώπους που ήδη υφίστανται βαρύτατες ποινές στην επαγγελματική και στη δημόσια σφαίρα. Την ίδια στιγμή, πράγματι, το να διαγράφεται σύσσωμο το έργο κάποιου (όχι ηθικά αλλά και υλικά: να μην είναι πλέον διαθέσιμο) επειδή κατηγορείται για κάτι, όσο ειδεχθές κι αν είναι αυτό, προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία. Στο κάτω κάτω, έχουμε δεχτεί ότι ειδεχθέστατες πράξεις, από τον φόνο ως την στράτευση στον ναζισμό, δεν μας εμποδίζουν να περιλαμβάνουμε φιλοσόφους, λογοτέχνες και πάσης φύσεως δημιουργούς στο πάνθεον του ανθρώπινου μεγαλείου. (Mολονότι, κι αυτό είναι ένα περίπλοκο θέμα, δεν αληθεύει ότι οι πράξεις τους και το έργο τους είναι και θα έπρεπε να παραμένουν ασύνδετες: τουναντίον, και τα δύο συνδιαμορφώνουν το πλαίσιο κατανόησης.)

Κατά τη γνώμη μου, όμως, αυτές οι κατά τα άλλα εύλογες ανησυχίες για ένα φαινόμενο που εκτυλίσσεται ραγδαία, παραγνωρίζουν κάτι θεμελιώδες για τη φύση αυτών των καταγγελιών: το βαθύτατο, αβυσσαλέο υπέδαφος καταπίεσης, φόβου και βίας από το οποίο αναβλύζουν. Μ’ άλλα λόγια, αν εδώ ένας παρατηρητής διαπιστώνει μια «απώλεια του μέτρου», θα πρέπει να αναλογιστεί το είδος της τεκτονικής μετατόπισης που μια τέτοια απώλεια αντιπροσωπεύει, την ορμή της αντίδρασης που προκύπτει από την έκλυση μιας κραυγής που φιμώνεται από πάντα. Η απαίτηση μια τέτοια έκρηξη να γίνει «με μέτρο» δείχνει μια βαθιά αδυναμία -ή άρνηση- να κατανοήσει κανείς τι διακυβεύεται εδώ. Η διεκδίκηση της ελευθερίας της γυναίκας –στην πραγματικότητα, της ελευθερίας πάνω στο ίδιο το σώμα της–, ειδικά όταν κάποια την έχει στερηθεί τόσο πολύ και για τόσο χρόνο, δεν θα μπορούσε να μην είναι σαρωτική.

Όχι, λοιπόν, το πραγματικά ανησυχητικό είναι το αντίθετο: πως αυτές οι πολύ άμεσες «αποδόσεις δικαιοσύνης» δηλώνουν έναν κορπορατιστικό κονφορμισμό, που στόχο έχει να εκτονώσει τη δυναμική, να πει: «Τι άλλο θέλετε; Αφού όποιον κατηγορήσατε, τον καταστρέψαμε, όσο ισχυρός κι αν ήταν». Μια τέτοια εκτόνωση θα σημάνει ότι θα σιγήσει η κραυγή αυτή που αφορά τον καθημερινό φόβο, τον φόβο του διπλανού, του προϊστάμενου, του συναδέλφου, του φίλου ή του συντρόφου ακόμη. Η κραυγή που μιλάει για την καταστατική ανισορροπία, την εξαρχής άδικη μοιρασιά, τη στημένη παρτίδα, τον τρόπο που όλα είναι κατασκευασμένα όχι σε κάποιο μακρυνό μέρος όπου οι άντρες μεθούν από εξουσία, αλλά στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας, στους συντρόφους μας και στα παιδιά μας.

Αν αυτή η κραυγή συνεχίσει να ακούγεται, δεν έχω αυταπάτες ότι θα είναι «μετρημένη». Για να παραφράσουμε λίγο τον Ροβεσπιέρο, δεν γίνεται «επανάσταση χωρίς επανάσταση».