Από το 2002 ως το 2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί ότι η Ελλάδα παραβίασε τα Άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή) ή 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων ή άλλων μορφών κακομεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε έντεκα υποθέσεις που αφορούσαν τα σώματα ασφαλείας.

Είναι προφανές ότι αυτές οι υποθέσεις δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα ελάχιστο κλάσμα των σοβαρών περιστατικών βίας, καθότι είναι μόνον αυτές που με δάφορους τρόπους κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν τον μακρύ και δύσκολο δρόμο ως το ΕΔΔΑ.

Ακόμη και σε περιπτώσεις που λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα, λόγω συγκυρίας ή λόγω της ιδιότητας των θυμάτων, και για τις οποίες υπάρχουν πλήθων αυτοπτών μαρτύρων και φωτογραφικού υλικού, το αποτέλεσμα των διαδικασιών –είτε υπηρεσιακών είτε της πολιτικής ηγεσίας είτε της Δικαιοσύνης– είναι ανύπαρκτο: οι καταγγελίες χάνονται στη λήθη της γραφειοκρατικής απάθειας, από την οποία το πολύ-πολύ, μετά από έντονη πίεση, να εξαχθεί μια απάντηση του τύπου: «Τέθηκε στο αρχείο, αφού δεν προέκυψαν στοιχεία από τα οποία να θεμελιώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από αστυνομικό».

Παρακολουθώ δημοσιογραφικά τη δράση της Ελληνικής Αστυνομίας εδώ και αρκετά χρόνια. Καταγράφω περιστατικά, ζητώ –από κοινού με συναδέλφους που δουλεύουμε μαζί– επίσημες εξηγήσεις, μελετώ τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών, παίρνω συνεντεύξεις από υπουργούς Δημόσιας Τάξης, συναντώ υπηρεσιακούς παράγοντες της αστυνομίας, ενίοτε και ανθρώπους που έχουν βρεθεί σε θέσεις μεγάλης ευθύνης. Μόνο στα χρόνια που ασχολούμαι προσωπικά με το ζήτημα –και δίχως να επεκτεινόμαστε σε προηγούμενες περιόδους–, έχω βρεθεί να καταγράφω περιστατικά ακραίας βίας και κακοποίησης: άγριο ξύλο, καψίματα, τραύματα από taser, συστηματικές ταπεινώσεις όλων των ειδών, σεξουαλικές και άλλες – τυπικά, δηλαδή, δείγματα του αδικήματος που το ελληνικό και το διεθνές δίκαιο ονομάζει βασανιστήρια.

Αν σε αυτά προστεθεί η εκρηκτική βία της Ελληνικής Αστυνομίας στις διαδηλώσεις, η οποία έχει οδηγήσει σε βαρύτατους τραυματισμούς, καθώς και εναντίον ομάδων «ειδικού ενδιαφέροντος», όπως οι μετανάστες και οι Ρομά, τότε η εικόνα γίνεται εφιαλτική. Και σίγουρα δεν χρειάζεται κανείς να βασιστεί μόνο στη δική μου εμπειρία· υπάρχουν εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας που τεκμηριώνουν τη δράση της ΕΛΑΣ σε όλες τις ανατριχιαστικές της λεπτομέρειες.

Δυστυχώς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι οι συμπεριφορές αυτές της ΕΛΑΣ όχι μόνο δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά αλλά πηγάζουν από μια κουλτούρα που στηρίζεται αφενός σε μια πλήρως παραπλανημένη «αίσθηση αποστολής» του αστυνομικού και από την άλλη στην ατιμωρησία και τη συγκάλυψη. Αυτή η κουλτούρα, μάλιστα, επιμένει ανεξάρτήτως κυβέρνησης – άσχετα αν κάποιοι πολιτικοί νιώθουν μεγαλύτερη ιδεολογική συγγένεια μαζί της απ’ ό,τι άλλοι. Τα πρόσφατα περιστατικά της επίθεσης των ΜΑΤ σε τμήματα της πορείας για την επέτειο του Πολυτεχνείου, της επίθεσής τους με χημικά στο Ειρηνοδικείο, καθώς και η καταγγελόμενη κακοποίηση των εννέα Τούρκων και Κούρδων συλληφθέντων, δεν αφήνουν πλέον καμία αμφιβολία πως ούτε η κυβέρνηση της Αριστεράς κατορθώνει να ελέγξει την ΕΛΑΣ ως προς την άσκηση αυθαίρετης βίας.

Η επέτειος της δολοφονίας ενός παιδιού δεν είναι κάτι για να γιορτάσει κανείς. Αν, όμως, θεωρούμε ότι η δολοφονία αυτή συνιστά ένα ορόσημο για την κοινωνία κι αν ως εκ τούτου μάς ενδιαφέρει να τιμήσουμε τη μνήμη του με τρόπο που να έχει νόημα, τότε αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αντιμετωπιστεί επιτέλους το χρονίζον πρόβλημα της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα.