Κατά τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία, ανακύπτει, όπως είναι λογικό, το ζήτημα του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πώς το αντιλαμβάνονται τα διάφορα κόμματα. Οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, λοιπόν, προτείνουν ότι το μέλλον πρέπει να είναι οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Και μάλιστα ότι η ομοσπονδία αυτή θα πρέπει να δημιουργηθεί ως το 2025.

Στελέχη των χριστιανοδημοκρατών, από την άλλη, απορρίπτουν αυτό το πολιτικό όραμα. Το σκεπτικό τους; Ότι κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα μετέφερε ακόμη πιο αποφασιστική δύναμη στις Βρυξέλλες και ότι μεγάλα τμήματα των πολιτών των χωρών της ΕΕ δεν είναι έτοιμα να συναινέσουν – πόσο μάλλον σ’ ένα τόσο ασφυκτικό χρονικό περιθώριο.

Την ίδια στιγμή, ο δικός μας υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, δίνει συνέντευξη στο γερμανικό Spiegel, όπου δηλώνει πως δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν νέοι θάνατοι στη Μόρια, ενόψει των χειμερινών συνθηκών. Στη δε ερώτηση γιατί δεν προωθούνται οι πρόσφυγες στην ηπειρωτική χώρα, προκειμένου να διευκολυνθεί η αντιμετώπιση των αναγκών τους, απαντά ότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, σύμφωνα με την οποία πρέπει να παραμείνουν στους καταυλισμούς των νησιών όσοι αναμένουν την εξέταση της αίτησης ασύλου τους. Συνεπώς, λέει ο κ. Μουζάλας, δεν θα διαλύσει η Ελλάδα τους καταυλισμούς, γιατί τότε θα ακυρωθεί η συμφωνία και θα έχουμε ακόμη περισσότερους πρόσφυγες. Και –εδώ είναι το ωραίο– αυτό ακριβώς εκφράζει το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν θέλω εδώ να επικεντρωθώ στις ευθύνες του υπουργείου του κ. Μουζάλα για τη διαχείριση του προσφυγικού – μολονότι αυτό είναι σίγουρα μεγάλο θέμα. Ούτε βέβαια να ξεσκονίσω τις ευθύνες των γερμανών σοσιαλδημοκρατών –συμπεριλαμβανομένου προσωπικά του Μάρτιν Σουλτς– για την κρίση της ευρωζώνης. Θέλω να προσπαθήσουμε να δούμε λίγο πώς τα επιμέρους αυτά στοιχεία φτιάχνουν τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, πώς συντίθεται η όλη εικόνα.

Μια Ένωση χτισμένη στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει συνάψει μια συμφωνία με μια χώρα που τα καταπατά συστηματικά. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, συναινεί μια χώρα της ΕΕ να τα καταπατά και αυτή, σε βαθμό που δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα πεθαίνουν πρόσφυγες από το κρύο, ώστε να μην έρθουν κι άλλοι πρόσφυγες. Απάντηση στη φρικώδη αυτή κατάσταση υποτίθεται ότι είναι –το ακούμε συχνά– όχι «λιγότερη» αλλά «περισσότερη Ευρώπη». Το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε ένα μεγάλο ομόσπονδο κράτος. Αλλά δεν θα γίνουμε, όχι επειδή δεν έχουμε λύσει το πώς θα εξασφαλίσουμε την ισότιμη δημοκρατική κυριαρχία των πολιτών από την Κρήτη ως το Μπιλμπάο αλλά επειδή οι πολίτες δεν είναι έτοιμοι να παραχωρήσουν κυριαρχία στις Βρυξέλλες.

Η εικόνα αυτή –στα επιμέρους στοιχεία της το προϊόν μόλις λίγων ημερών πολιτικής επικαιρότητας– ξεπερνά τα όρια των λανθασμένων πολιτικών στρατηγικών και αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού: είναι πλέον ένα είδος αυτόματης γραφής, οι πολιτικές που προτείνονται εμφανίζονται ως ανακλαστικοί συνειρμοί. Όλο το ευρωενωσιακό εγχείρημα κουτρουβαλάει στην κόλαση και κανένας δεν είναι διατεθειμένος να καταλάβει γιατί συμβαίνει αυτό.