Yπάρχει μια σκηνή στο διασκεδαστικό blockbuster «Ο βράχος», όπου ο διευθυντής του FBI ρωτάει τον ειδικό στα χημικά όπλα πράκτορα να του εξηγήσει πόσο επικίνδυνο είναι το αέριο VX. Ο πράκτορας απαντάει: «Είναι ένα από τα πράγματα που ευχόμαστε να μπορούσαμε να ξε-εφεύρουμε».

Πιστεύω ότι αυτό ακριβώς ισχύει για τα κοινωνικά δίκτυα. Το facebook, πάνω απ’ όλα, το Twitter αλλά και τα υπόλοιπα.

Πολλοί, όταν ασκούν κριτική στα κοινωνικά δίκτυα, επικεντρώνονται στις χυδαιότητες ή στο κανιβαλικό πνεύμα που συναντά κανείς συχνά. Ή, πάλι, στις ψευδείς ειδήσεις, στα fake news και τα hoax που κάνουν θραύση. Μολονότι αυτά αποτελούν προβλήματα και ζητήματα προς σκέψη, δεν είναι τα σημαντικότερα. Τα παραδοσιακά ΜΜΕ, από καταβολής και μέχρι σήμερα, είναι γεμάτα και χυδαιότητες και ψευδείς ειδήσεις και προπαγάνδα – δεν χρειαζόταν να έρθουν τα κοινωνικά δίκτυα για όλα αυτά. Όσο κι αν γίνεται προσπάθεια από την δικαιολογημένα ανήσυχη κοινότητα των παραδοσιακών ΜΜΕ να εμφανιστεί το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων ως μια ποιοτική αλλαγή που οφείλεται στα κοινωνικά δίκτυα, κάτι τέτοιο δεν αληθεύει. Είναι θέμα βαθμού, ταχύτητας διάδοσης κτλ – σοβαρά θέματα, το δίχως άλλο, αλλά όχι κάτι που αντιπροσωπεύει μια τομή ανάμεσα στο παραδοσιακό φάσμα των ΜΜΕ και στη νέα κατάσταση. Η διαφορά είναι αλλού.

Ο αρχικός παγκόσμιος ιστός, όπως είχε διαμορφωθεί εκεί γύρω στο 2000, περιλάμβανε μια θεμελιώδη υπόσχεση: έναν εκδημοκρατισμό της γνώσης – τόσο ως προς την πρόσβαση σ’ αυτήν όσο και ως προς την παραγωγή της. Αφενός, δηλαδή, μια τεράστια δεξαμενή γνώσης θα καθίστατο προσβάσιμη στον καθένα, αφετέρου ο καθένας μπορούσε να τη «χειριστεί», να αρθρώσει δηλαδή έναν λόγο γύρω από αυτήν. Παιδί αυτής της υπόσχεσης ήταν η πρώτη περίοδος του λεγόμενου Web 2.0, που είδε τη «χρυσή εποχή των blogs». Άνθρωποι μέχρι τότε αποκλεισμένοι από τον «χειρισμό» της γνώσης –που δεν ήταν, δηλαδή, επαγγελματίες δημοσιολόγοι– άρθρωναν λόγο γύρω από τον οποίο συγκροτούνταν μικρές ή μεγαλύτερες κοινότητες. Ο πολλαπλασιασμός ήταν εκτατικός, δημιουργούσε καινούργιο χώρο. Ήταν μια αισιόδοξη στιγμή που γρήγορα διαψεύστηκε.

Η τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα φάνηκε με την εκλέπτυνση της τεχνολογίας των μηχανών αναζήτησης. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του Παγκόσμιου Ιστού, το γεγονός δηλαδή πως εγγενώς αντιστεκόταν σε μια ιεραρχική ταξινόμηση (σαν αυτή, λόγου χάρη, που προσδιόριζε μια τυπωμένη εγκυκλοπαίδια, όπου ο συντάκτης της έπρεπε να πάρει αποφάσεις τι θα περιλάβει και τι θ’ αφήσει έξω), έθετε κι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα: πώς πλοηγείται κανείς εκεί μέσα; Έστω ότι υπάρχει ένας θησαυρός από προσβάσιμη γνώση, πώς ξέρει κανείς με ποιον τρόπο να την αναζητήσει;

Η «λύση» του προβλήματος που έδωσαν οι μηχανές αναζήτησης δημιούργησε ένα «περιβάλλον εισόδου» στην πληροφορία. Σε αντίθεση, όμως, με μια παραδοσιακή ιεραρχική ταξινόμηση –όπου ο αυτουργός της ταξινόμησης είναι ταυτοποιήσιμος και άρα το σκεπτικό του, μεθοδολογικό, ιδεολογικό ή άλλο είναι ανιχνεύσιμο–, εδώ άρχισε να δημιουργείται ένα ιδιότυπο «μονοπώλιο»: δεν υπήρχε άλλος τρόπος πλοήγησης –κι αν υπήρχε, ήταν τόσο πιο ενεργοβόρος και δύσκολος που κανένας δεν τον προτιμούσε– παρά μόνο μέσω του απόλυτου αυτού «θυρωρού» της γνώσης. Η σχέση που χαρακτήρισε όλη την παραδοσιακή παραγωγή και διακίνηση λόγου, δηλαδή η άμεση απεύθυνση του εκδότη στον αναγνώστη, εδώ ξαφνικά απέκτησε έναν πρωτοφανή ενδιάμεσο – πανίσχυρο σε σύγκριση με οποιονδήποτε «διανομέα» του παρελθόντος. Δεν υπήρχε διαφυγή από τον «διανομέα» του Παγκόσμιου Ιστού. Δεν μπορείς να μοιράσεις φυλλάδια χέρι-χέρι στο διαδίκτυο.

Ή μήπως μπορείς;

Τα κοινωνικά δίκτυα είπαν ότι μπορείς. Πατώντας πάνω στις εμπειρίες των πρώτων «κοινοτήτων χρηστών» έφτιαξαν τη δυνατότητα να μπορούν να απευθύνονται όλοι σε όλους. Και όλοι –ή, εν πάση περιπτώσει, πάρα πολλοί– ανταποκρίθηκαν.

Μόνο που αυτό που αποδείχτηκε θαυμάσιο για την διάδραση μεταξύ προσώπων, αποδεικνύεται καταστροφικό για εκείνη την υπόθεση εκδημοκρατισμού της γνώσης. Θα έπρεπε να είναι προφανές αλλά δεν ήταν: σημασία δεν έχει αν μπορείς να απευθυνθείς σε «όλους», σημασία έχει πόσοι ακούνε – και ποιος ακριβώς ελέγχει το πόσοι ακούνε.

Το να μοιράζεις φυλλάδια χέρι-χέρι μπορεί να είναι μια εναλλακτική στο να έχεις εφημερίδα και πρακτορείο διανομής, αρκεί όμως να μπορείς να φτάσεις από την Κηφισιά στον Πειραιά. Αν κάποιος μπορεί να σε περιορίσει να τα μοιράζεις μόνο σε τρία τετράγωνα γύρω από τον Σταυρό Αγίας Παρασκευής, δεν κάνεις τίποτε.

Είναι πια πασιφανές ότι το «πού θα μοιράσεις» δεν αφορά μόνο τα «φυλλάδια» αλλά πλέον και τις εφημερίδες και τα πρακτορεία. Αφορά τους πάντες. Διότι το αντικειμενικό αποτέλεσμα των κοινωνικών δικτύων ήταν, και πάλι, η δημιουργία ενός «περιβάλλοντος εισόδου» στον Παγκόσμιο Ιστό. Μόνο που, σε αντίθεση με τις μηχανές αναζήτησης, δεν σε οδηγεί σε ένα περιεχόμενο που βρίσκεται έξω από αυτό αλλά φέρνει το περιεχόμενο μέσα στο ίδιο περιβάλλον. Και το κατά πόσο θα έχεις τη δυνατότητα να ακολουθήσεις το περιεχόμενο προς τα έξω, προς την πηγή του, εξαρτάται αποκλειστικά από το πού αφήνει τον εκδότη να «μοιράσει» η (ιδιωτική και απόρρητη) τεχνολογία αυτού του περιβάλλοντος.

Μαντρωμένοι, πλέον, όλοι στο περιβάλλον των κοινωνικών δικτύων, η υπόσχεση εκδημοκρατισμού της γνώσης ακούγεται σαν κακό αστείο. Προοδευτικά, κάθε εναλλακτική μέθοδος πρόσβασης στον Παγκόσμιο Ιστό περιθωριοποιείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε με την εξαίρεση παράνομων δραστηριοτήτων κανένας «εκδότης» δεν ασχολείται με το να «μοιράσει» αλλού.

Αυτό που ξεκίνησε ως δυνατότητα να ξεπεραστεί ο αποκλειστικός έλεγχος μιας «τάξης» ανθρώπων πάνω στον δημόσιο λόγο, κατέληξε στο να ασκείται ο έλεγχος αυτός όχι από μία «τάξη» αλλά από δυο-τρεις εταιρείες.

Και το πιο αστείο είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ενθουσιωδώς συμμετέχουν σε όλο αυτό, πιστεύοντας ότι απολαμβάνουν περισσότερη «δημοκρατία» από ποτέ άλλοτε.