Υπάρχει μια αποστροφή των τοποθετήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή η οποία μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. «Ρίξατε την προηγούμενη κυβέρνηση» είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης «σε αγαστή συνεργασία με τη Χρυσή Αυγή και τον Φώτη Κουβέλη για να έρθετε να εφαρμόσετε τις πιο σκληρές πολιτικές που βίωσε η χώρα. Kοροϊδέψατε των ελληνικό λαό δύο φορές, αποτύχατε δύο φορές. Αποτύχατε και ως αντιμνημονιακοί και ως διαχειριστές του μνημονίου».

Ως προς το πρώτο μέρος της δήλωσης, η κατηγορία πως ο ΣΥΡΙΖΑ συνεργάστηκε με τη Χρυσή Αυγή -ή πως οι δυο τους «μοιάζουν» πολιτικά- είναι κάτι που πολλοί έχουν πεισματικά προσπαθήσει να εδραιώσουν στον δημόσιο λόγο εδώ και κάποια χρόνια. Το κατανοεί κανείς εύκολα ως πολιτική επικοινωνία, δεδομένου ότι επί κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου η Χρυσή Αυγή απήλαυσε τη μεγαλύτερη ασυλία της καριέρας της, ενώ μάλιστα διερευνήθηκε από τον τότε γραμματέα της κυβέρνησης ακόμη και η πιθανότητα συνεργασίας με τη ΝΔ, μια ασυλία που τερματίστηκε καθυστερημένα μόνο όταν ο φόνος του Παύλου Φύσσα δεν άφηνε άλλο περιθώριο. Υπάρχει μια έκδηλη αγωνία να ξαναγραφτεί η ιστορία αυτής της περιόδου - ευτυχώς, αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, καθότι δεν είμαστε λίγοι όσοι την έχουμε καταγράψει λεπτομερώς.

Κατανοητό είναι επίσης το να υποστηρίζει ο κ. Μητσοτάκης πως η κυβέρνηση Τσίπρα εφαρμόζει «τις πιο σκληρές πολιτικές που βίωσε η χώρα». Εντάξει, δεν είναι πρόδηλο γιατί οι μνημονιακές πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης είναι «σκληρότερες» από το μνημόνιο καθαυτό, στο οποίο μας έβαλε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, ούτε γιατί η σημερινή σχετική κοινωνική ηρεμία αντανακλά περισσότερη «σκληρότητα» από 2.500 δακρυγόνα και ασφυξιογόνα -κάποια μέσα στο μετρό του Συντάγματος-, καθώς και 500 τραυματίες τον Ιούνιο του 2011. Αλλά σίγουρα και οι πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης είναι σκληρότατες, στο οικονομικό επίπεδο, οπότε, ως πολιτική επικοινωνία και πάλι, ας δεχτούμε ότι δεν είναι ανεπίτρεπτο να αποκληθούν «οι σκληρότερες».

Το πραγματικά εντυπωσιακό και ενδιαφέρον μέρος της δήλωσης, ωστόσο, είναι η συνέχεια, η κατηγορία δηλαδή της «αποτυχίας».

Αποτυχημένος ο Αλέξης Τσίπρας; Όχι δα.

Ο Αλέξης Τσίπρας ηγήθηκε ενός περιθωριακού κόμματος κατά την εκτόξευσή του από τη θέση όπου πάλευε να μπει στη Βουλή στη θέση της κυβέρνησης μέσα σε ελάχιστα χρόνια. Χειρίστηκε την υποστήριξη των ψηφοφόρων του με αδιαμφισβήτητη πολιτική επιδεξιότητα. Εδραίωσε στην κοινή γνώμη την αίσθηση ότι «το πάλεψε» ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο, κέρδισε ένα δημοψήφισμα και στη συνέχεια κατόρθωσε να πρυτανεύσει η δική του αφήγηση για το τι σήμαινε αυτό και να το χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα σε μια ολωσδιόλου διαφορετική πολιτική στρατηγική. Κέρδισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις - εκ των οποίων τη μία με πρόγραμμα το μνημόνιο, κάτι που κανένας άλλος δεν έχει καταφέρει. Και η κυβέρνησή του είναι η σταθερότερη και η μακροβιότερη των μνημονιακών κυβερνήσεων. Η εξουσία του επί των κοινοβουλευτικών ομάδων της συγκυβέρνησης είναι απόλυτη. Ακόμη και οι διαφωνούντες κομματικοί δεν διανοούνται να τον κλονίσουν. Οι «θεσμοί» τού δίνουν περισσότερη ελευθερία κινήσεων από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Περνάει μνημονιακά μέτρα και δεν κουνιέται φύλλο. Και ορίζει το πολιτικό παιχνίδι στη χώρα σχεδόν κυριαρχικά, έχοντας ξαναμοιράσει την τράπουλα σε μια σειρά τομείς.

Αποτυχημένος γιατί; Ποιος άλλος πολιτικός είχε συγκρίσιμες επιτυχίες τα τελευταία 8 χρόνια;

Το πρόβλημα εδώ -και είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς μια έμπειρη πολιτική μηχανή όπως η Νέα Δημοκρατία μοιάζει να μην το έχει αντιληφθεί- είναι πως οι εφικτές κριτικές στον ΣΥΡΙΖΑ είναι δύο και είναι διακριτές: η μία, η κριτική που λέει «απέτυχες ως αντιμνημονιακός» δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί παρά μόνο από αριστερή θέση. Άσχετα αν η αντιμνημονιακή αριστερά που απέμεινε μετά το καλοκαίρι του 2015 έχει αποτύχει να συντάξει έναν πολιτικό λόγο που να αφορά οποιονδήποτε άλλον εκτός από τη δική της γραφειοκρατική αναπαραγωγή, το γεγονός παραμένει ότι την κριτική για την χαμένη ψυχή της αριστεράς δεν μπορεί να την κάνει η δεξιά. Μεταξύ άλλων, και διότι η κριτική για τη χαμένη ψυχή της αριστεράς είναι αυτό που η αριστερά κάνει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο.

Η άλλη, η κριτική που λέει «απέτυχες ως διαχειριστής των μνημονίων» δεν μπορεί να διατυπωθεί παρά μόνο από νεοφιλελεύθερη θέση. Απαιτεί την ολόψυχη «ιδιοκτησία» των μνημονίων για να είναι πειστική. Μια τεχνική θα ήταν, λόγου χάρη, να εστιάσει κανείς στις μη δημοσιονομικές πλευρές των μνημονίων, να μιλήσει για τα «εκσυγχρονιστικά» τους μέτρα. Μια άλλη θα ήταν να υπερασπιστεί την «αναπτυξιακή» λογική των μνημονιακών μέτρων - απενοχοποιημένα και θαρραλέα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη αυτού που διεκδικεί να είναι ο «επιτυχημένος διαχειριστής». Αλλά δεν γίνεται να εκφέρεται μια τέτοια κριτική με «φιλολαϊκό» τρόπο, δεν μπορεί να συμβαδίσει με την κατηγορία της «σκληρότερης πολιτικής που βίωσε η χώρα». Με πολύ σαφείς όρους, ο άνωθεν επιβεβλημένος «εκσυγχρονισμός» ήταν, είναι και θα είναι «αντιλαϊκός». Διότι απαιτεί τον αποκλεισμό των ανθρώπων από κεκτημένα που απολαμβάνουν τώρα, προς χάριν ευεργετημάτων που θα έρθουν αργότερα, έχοντας στο μεταξύ αναδιατάξει τις κοινωνικές σχέσεις, με ρυθμιστή της διαδικασίας μια λίγο ως πολύ μη λογοδοτούσα ελίτ.

Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να είναι «εκσυγχρονιστική» και «φιλολαϊκή» ταυτόχρονα - και την ίδια στιγμή δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να μας πει και πού απέτυχε η αριστερά στην αριστερή αντίστασή της. Δεν είναι πολιτική ταυτότητα αυτό, είναι ο απόλυτος ετεροπροσδιορισμός. Το να λες τον Τσίπρα αποτυχημένο απέχει πολύ από το να πετύχεις ο ίδιος - όση κυβερνητική φθορά κι αν εισπράξεις.