Φαινόμενο της χρονιάς που φτάνει στο τέλος της ο Εμανουέλ Μακρόν, το δίχως άλλο. Νεότατος -σήμερα έχει τα γενέθλιά του και γίνεται μόλις σαράντα χρόνων-, ο Μακρόν κέρδισε με ένα νεοσύστατο κόμμα τις εκλογές για την προεδρία της Γαλλίας, τον Μάιο του 2017, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου το κόμμα του κέρδισε μια άνετη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.

Ο Μακρόν είναι ο λόγος που ο «Economist», άλλωστε, θεωρεί ότι η Γαλλία είναι η «χώρα της χρονιάς» για το 2017. «Το κίνημα που ίδρυσε ο Μακρόν» γράφει το επιδραστικό περιοδικό «ανέτρεψε το παλαιό καθεστώς και συνέτριψε την υπερεθνικίστρια Μαρίν Λεπέν, η οποία, εάν κέρδιζε, θα είχε καταστρέψει την Ευρωπαϊκή Ένωση». Επίσης, σε μια αυθεντικά μεταπολιτική διατύπωση και χρησιμοποιώντας την παροιμιώδη γλώσσα του αγγλοσαξωνικού πάλαι ποτέ «τρίτου δρόμου», το περιοδικό υποστηρίζει πως ο Γάλλος πρόεδρος προσφέρει «ελπίδα σε εκείνους που πιστεύουν ότι το χάσμα αριστεράς - δεξιάς είναι λιγότερο σημαντικό από εκείνο μεταξύ του ανοίγματος και της απομόνωσης». Ως ιδεολογικός χώρος της παγκόσμιας επιχειρηματικής κοινότητας, ο «Economist» δεν παραλείπει επίσης να αναφερθεί στις μεταρρυθμίσεις του Μακρόν που στοχεύουν «να καταστήσουν πιο ελαστική την άκαμπτη αγορά εργασίας». Και καταλήγει ότι, χάρη στην επιτυχία του Μακρόν, η Γαλλία έχει πλέον διαφύγει από τη θέση όπου ήταν παγιδευμένη «ανάμεσα στη δυσκαμψία και την ξενοφοβία».

Αν, βέβαια, θέλει κανείς να δει πώς ο Γάλλος πρόεδρος -ήρωας, στα καθ' ημάς, τόσο της κεντροδεξιάς όσο και της κεντροαριστεράς, αλλά και «πολιτικός φίλος» του Αλέξη Τσίπρα- εννοεί την αντιμετώπιση της «δυσκαμψίας» και της «ξενοφοβίας», αρκεί να δει ορισμένες δηλώσεις του. Όπως αυτή όπου, αναφερόμενος σε απεργούς, είπε ότι καλά θα κάνουν «να πάνε να βρουν καμιά δουλειά». Ή αυτή όπου, απευθυνόμενος σε μια Μαροκινή μετανάστρια, είπε πως «αν δεν κινδυνεύετε, πρέπει να γυρίσετε στη χώρα σας». Ή αυτή όπου, απευθυνόμενος σε νεαρό Αλγερινό, είπε ότι «εσύ δεν γνώρισες ποτέ αποικιοκρατία, γιατί με ενοχλείς μ' αυτά;».

Πότε, άραγε, θα γίνει κατανοητό ότι αυτό το «κέντρο», που φαντασιώνεται πως είναι «πέραν της αριστεράς και της δεξιάς», συνδυάζει έναν επιθετικό νεοφιλελευθερισμό με έναν κρατικό αυταρχισμό πρωτοφανή στα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά πράγματα; Και πότε, άραγε, θα γίνει κατανοητό ότι αυτό το «τεχνοκρατικό, μεταρρυθμιστικό και μετριοπαθές κέντρο», όταν νικάει την ακροδεξιά, τη νικάει μόνο επειδή έχει ήδη ενσωματώσει ένα μεγάλο μέρος των αιτημάτων της στη δική του πολιτική;