Η πλήρης απαγόρευση μετακινήσεων σε συγκεκριμένες περιοχές και η δυσμενής προοπτική της επέκτασης του αυστηρού μέτρου και σε άλλες, χάριν της προστασίας της δημόσιας υγείας, από την μία πλευρά αναδεικνύει την μεγάλη προσπάθεια της κυβέρνησης για μία πολύ δύσκολη ισορροπία. Που δεν είναι άλλη από την συντήρηση της οικονομίας ώστε να μην καταρρεύσουν οι επιχειρήσεις και να διατηρηθεί η κατανάλωση αλλά και από την παροχή ενός εκτεταμένου διχτυού ασφαλείας ώστε να μη κινδυνεύσει περισσότερο η υγεία της ελληνικής κοινωνίας.

Από την άλλη πλευρά οι συνθήκες αυτές αναδεικνύουν το μέγεθος ενός επαχθούς φορτίου που καλείται να σηκώσει η ελληνική κοινωνία. Που δεν είναι άλλο από την βαρειά ψυχική καταπόνηση όλων και ενός εκάστου προσωπικά, από τα αναγκαία κατά τα άλλα, μέτρα προφύλαξης.

Για να συνειδητοποιήσει κανείς ποιο είναι το ψυχολογικό βάρος που σηκώνει ο ελληνικός λαός αρκεί να αναλογιστούμε το εξής. Δεν είμαστε ένας από τους βόρειους λαούς που οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες τους εθίζουν στην ατομική ή συλλογική απομόνωση. Ζούμε σε μία ηλιόλουστη χώρα, με κατοίκους εξωστρεφείς, διότι το υπαγορεύει το κλίμα, με μεσογειακή ιδιοσυγκρασία η οποία μάλιστα διαφέρει ως προς την διάθεση ακόμη και από άλλους μεσογειακούς λαούς.. Ζούμε τον περισσότερο καιρό έξω και μία ενδιαφέρουσα συγκριτική οπτική σε σχέση με άλλους λαούς ακόμη και μεσογειακούς μπορεί να αναζητηθεί στο ότι εμείς διαθέτουμε...θερινά σινεμά.

Θα έχει τις επιπτώσεις της η ψυχολογική αυτή βία που υφιστάμεθα εξ ανάγκης; Το γεγονός ότι σε όλο και περισσότερους εξισορροπείται το βαρύ συναίσθημα με τον φόβο ότι όλοι είμαστε ευάλωτοι, απομακρύνει τις αντιδράσεις. Και απλώς εύχεται κανείς, όταν γίνει η αξιολόγηση και ο πολιτικός απολογισμός, από τον λαό, όταν θα έχουν περάσει τα δύσκολα, να πρυτανεύσει η λογική και όχι ο πολιτικός φανατισμός που καλλιεργεί η αντιπολιτευση, από την ασφαλή θέση πως δεν διαχειρίζεται αυτήν την πιο δύσκολη κατάσταση στα χρονια της Μεταπολίτευσης.