Πάλι κάτι δεν πάει καλά στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ένα γνωστό «κακό» επαναλαμβάνεται σε ώρες κρίσιμες, σε μια υπόθεση που αφορά ζητήματα εθνικής ασφάλειας της χώρας. Το πράγμα έχει, βεβαίως, την εξήγησή του. Οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας διαχειρίστηκαν τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις χωρίς εθνικό σχέδιο, με συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους. Απουσίασαν και οι συνεργασίες της εκάστοτε ηγεσίας με προκατόχους της, με πολιτικούς και διπλωματικούς παράγοντες οπλισμένους με προηγούμενες εμπειρίες στις υποθέσεις αυτές.

Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν και είναι η παραγωγή τριβών και διαφωνιών στην εσωτερική πολιτική σκηνή, όταν οι σχέσεις με την Άγκυρα ανεβάζουν θερμοκρασία. Οι γεμάτες «μυστικά» παρασκηνιακές συζητήσεις και οι «απόρρητες» διαβουλεύσεις με πολιτικούς παράγοντες τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών προκαλούν διαρκώς καχυποψία για την ακολουθούμενη «γραμμή» και διαφόρων εντάσεων «ερεθισμούς» στους χώρους της αντιπολίτευσης και στην ελληνική κοινή γνώμη.

Κάτω από τέτοιες εσωτερικές συνθήκες, μια μείζων υπόθεση εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας, όπως αυτή που αφορά την ξέφρενη επιθετικότητα της Τουρκίας, δεν είναι δυνατόν να εξελίσσεται ομαλά για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.

Τούτη την ώρα, έχουμε τη σιγουριά της στρατιωτικής ετοιμότητας της χώρας και τις ενισχυμένες συμμαχίες της Ελλάδας με χώρες της Μ. Ανατολής, αλλά μετράμε και έντονες εσωτερικές διχογνωμίες και αναζητούμε «σκοτεινά» σημεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου, που φέρει τη διπλωματικά κομψή ονομασία «διερευνητικές επαφές» - ή «διαβουλεύσεις», κατά την άποψη της Αγκύρας. Φυσικά, αυτό ζημιώνει την κυβερνητική διπλωματία και στα πεδία των «διερευνητικών» και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν στην Αθήνα η αντιπολίτευση, πρόσωπα του δημόσιου βίου και πολιτικοί αναλυτές διατυπώνουν απορίες και ερωτήματα, ενόψει και του 62ου γύρου των «διερευνητικών», αυτό εμφανίζει την ελληνική ηγεσία στη διεθνή σκηνή ως να μη διαθέτει στέρεο πολιτικό μέτωπο για την υπεράσπιση των θέσεών της απέναντι στην Τουρκία.

Το κλίμα αυτό αδικεί την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία έχει έντονα δραστηριοποιηθεί στη διεθνή σκηνή τον τελευταίο χρόνο και έχει σημειώσει κάποιες αξιοπρόσεκτες επιτυχίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει ενδεχομένως και λάθη. Οι αντιδράσεις στη γραμμή Μητσοτάκη - Δένδια καθ’ οδόν προς τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., τον ερχόμενο μήνα, προκαλούν ευλόγως εκνευρισμό και επηρεάζουν αρνητικά τις κινήσεις τους. Αυτό είναι ήδη φανερό. Και μόνο ο πρωθυπουργός μπορεί να το αλλάξει, αν προχωρήσει σε μια αναβαθμισμένη σχέση επαφών και ενημέρωσης με την αντιπολίτευση στη βάση σχεδίων.

Οι άξονες της πολιτικής απέναντι στην Άγκυρα και τα όσα πιθανώς έχουν συζητηθεί ως «ενδεχόμενα» στις επίσημες και ανεπίσημες επαφές της κυβέρνησης με ξένους συνομιλητές της πρέπει να γίνουν γνωστά στις ηγεσίες των κοινοβουλευτικών κομμάτων, έστω και έως έναν βαθμό με αναγκαία τήρηση «ασφαλείας» για ορισμένα στοιχεία της υπόθεσης. Απέναντι στην ελληνική ηγεσία, που ενεργεί με τον διαρκή φόβο της «παρεξήγησης» και «παρερμηνείας» των κινήσεών της από πολιτικούς αντιπάλους, ο Ερντογάν κινείται με ευρεία στήριξη των κινήσεών του στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο της χώρας του. Το γνωρίζουν, βεβαίως, αυτό και οι ξένοι συνομιλητές του.

Στην Αθήνα μπερδεύονται έως έναν μεγάλο βαθμό τα πράγματα, καθώς συζητούνται δημοσίως όλα μαζί, η υπόθεση των «διερευνητικών», το ζήτημα της αξίας των «κυρώσεων» κατά της Άγκυρας από την Ε.Ε., η δυσμενής για την Ελλάδα «τουρκική» πολιτική του Βερολίνου, η σύνδεση του «διαλόγου» Ελλάδας - Τουρκίας με τις οικονομικές ευρω-τουρκικές σχέσεις, τις «νέες» σχέσεις ΗΠΑ - Ερντογάν και το Κυπριακό. Το πώς τελικώς προτίθεται να κινηθεί η ελληνική ηγεσία μέσα σε όλα αυτά δεν είναι σαφές αυτή την ώρα. Και όλα γίνονται πιο δύσκολα, καθώς η Αθήνα έχει άμεσα συνδέσει την εξωτερική πολιτική της έναντι της επιθετικής Τουρκίας με τις αποφάσεις της Ε.Ε., μιας Ένωσης 27 ευρωπαϊκών κρατών που δεν διαθέτουν κοινή εξωτερική πολιτική και κινούνται το καθένα για τα δικά του συμφέροντα.