Αυτά που οι πολιτικοί µας, εδώ και δεκαετίες, ονοµάζουν «κράτος»,«ανάπτυξη» και «πρόοδο» κονιορτοποιούνται κάθε τόσο από πραγµατικά περιστατικά τα οποία έρχονται να καταδείξουν ότι η Ελλάδα ως ευρωπαϊκή χώρα παραµένει καθυστερηµένη και µακράν του σύγχρονου κόσµου. ∆οµές κρατικές, δηµόσιες υπηρεσίες, υπουργεία, κυβερνητικά επιτελεία, λειτουργία περιφερειών και δήµων δεν είναι ακόµη σε θέση να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Η τόσο βραδεία πορεία της χώρας στους δρόµους της ευρωπαϊκής κοινότητας και της ευρωζώνης ακυρώνει µε την πρώτη σοβαρή δυσκολία, µε το πρώτο «στραβοπάτηµα», την τρέχουσα πολιτική ρητορεία κάθε εποχής. Η εξέλιξη των πραγµάτων εµφανίζει, µε συχνότητα που απελπίζει, ενώπιον της ελληνικής κοινωνίας, ανεπαρκές το εκλεγµένο πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται τα σοβαρά εσωτερικά προβλήµατα της χώρας και ανεπαρκείς τις υφιστάµενες του υπηρεσίες. Οι πολίτες της Ελλάδας κουράστηκαν να το διαπιστώνουν αυτό και -το χειρότερο- να µη βλέπουν «θεραπεία». Για ακόµα µία φορά εφέτος, κατά τον µήνα Ιανουάριο, ένα «έκτακτο καιρικό φαινόµενα», µια έντονη χειµωνιάτικη χιονόπτωση, διέλυσε την Αττική των 4 εκατοµµυρίων κατοίκων, εξέθεσε για ακόµα µία φορά κατά τον χειρότερο τρόπο µια τροµαγµένη κυβέρνηση και τους επικεφαλής των κρατικών υπηρεσιών της χώρας και προκάλεσε «θύελλα» στην πολιτική σκηνή.

Τα ερωτήµατα που βγήκαν µέσα απ’ τα χιόνια ήταν ίδια µε αυτά που ακολουθούν, χρόνια τώρα, στην Ελλάδα την εµφάνιση «έκτακτων» φαινοµένων, όπως µεγάλες πληµµύρες, φωτιές, καύσωνες, «έντονες» βροχοπτώσεις και σεισµοί. Το εθνικό δράµα της διοικητικής ανεπάρκειας της χώρας είναι ότι τα ερωτήµατα διατυπώνονται εδώ και πέντε δεκαετίες, ως ένα σύνολο «µοιραίως» άλυτων προβληµάτων. Οι πολιτικές ηγεσίες αντιµετωπίζουν τα πράγµατα σαν κάποια «κατάρα», κάποιο «κακό µάτι» να παραλύει τις δυνάµεις τους και να καθιστά διαχρονικά βραδυκίνητη τη σκέψη τους και εξαιρετικά µειωµένη την αντιληπτική τους ικανότητα. Το απελπιστικό είναι ότι, ενώ κάθε φορά, έπειτα από ένα «έκτακτο» φαινόµενο, εντοπίζονται απολύτως οι πηγές της πολιτικής και διοικητικής ανεπάρκειας και της αδυναµίας ενδοσυνεννόησης µεταξύ κρατικών υπηρεσιών, το όλον «πολιτικό σύστηµα» δεν καταφέρνει να αλλάξει τα πράγµατα. Εγείρονται, έτσι, υποψίες για το κατά πόσον αυτό το «σύστηµα» θέλει στ’ αλήθεια να καταστήσει την Ελλάδα ορθολογικά οργανωµένη, οπλισµένη µε ένα κράτος συµβατό µε το σύγχρονο ευρωπαϊκό κόσµο, στον οποίο θεσµικά ανήκει ως χώρα-µέλος της Ε.Ε. Εγείρεται η υποψία ότι, ναι µεν, οι πολιτικές «ελίτ» γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά δεν είναι σε θέση -ή και δεν επιθυµούννα αλλάξουν τα πράγµατα, διότι ο οργανισµός των κοµµάτων εξουσίας είναι δεµένος σφικτά µε τη διάταξη των δυνάµεων που ελέγχουν τις δοµές του κράτους. Εµφανίζονται, έτσι, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις ενώπιον του πολύπαθου ελληνικού κοινού, αδύναµες να αντέξουν την «πολλή πραγµατικότητα». Επειδή, προφανώς, κάτι τέτοιο θα τις ανάγκαζε να προχωρήσουν στ’ αλήθεια σε µια µείζονα µεταρρύθµιση αυτών των ίδιων, που ουσιαστικά θα ακύρωνε τις δικές τους εσωτερικές δοµές και το «σύστηµά» τους στους κόλπους του κράτους.

Εως ότου συµβεί αυτό, οι πολιτικές «ελίτ» καταγράφουν και καταγγέλλουν την άθλια διαχείριση των πραγµάτων από τη µία και την άλλη. Πείθουν, έτσι, τους Ελληνες πολίτες, τα «σαλόνια» και τα «στέκια» του πολιτικού προσωπικού ότι και οι µεν και οι δε οµοίως «βλάπτουν τη Συρία». Οµως, το περίεργο είναι ότι δεν φαίνεται να τους προκαλεί αυτό βαθιές ανησυχίες για το µέλλον τους και τις σχέσεις τους µε την κοινωνία. Ούτε και φαίνεται να σκέπτονται οι κακόφωνες «ελίτ» τι µπορεί να κοστίσει στη χώρα προσεχώς αυτή η δηµόσια έκθεση των διαχειριστικών αποτυχιών τους, που µεγαλώνουν τις αποστάσεις της Ελλάδας απ’ το σύγχρονο κόσµο µε τον οποίον οι εγχώριες «ελίτ» επιθυµούν να συναλλάσσονται.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 5 Φεβρουαρίου 2022