Λειτουργία απλή και κατανοητή: Εναλλαγές στην εξουσία, µε καθαρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και υψηλά εκλογικά ποσοστά εντυπωσιακά, µάλιστα, για τα ευρωπαϊκά πολιτικά δεδοµένα.

Εως και το 2009, η Νέα ∆ηµοκρατία και το ΠΑΣΟΚ άθροιζαν ένα 80% των ψηφοφόρων. Κάτι δεν πήγαινε καλά, είναι η αλήθεια, από ένα σηµείο και πέρα: η πλασµατική ευηµερία έδειχνε σηµεία κόπωσης, το δράµα της χρεοκοπίας παραµόνευε, αλλά ελάχιστοι ήταν ακόµα σε θέση να διακρίνουν το πρόσωπό της στον ορίζοντα. Ξαφνικά, µ’ ένα µήνυµα από το Καστελλόριζο, τα πάντα άλλαξαν στη χώρα. Σοκ.

Οι κεραυνοί των Μνηµονίων συγκλόνισαν αναπότρεπτα το µεγαλοπρεπές δικοµµατικό οικοδόµηµα, που γρήγορα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, οδηγώντας τους «µεγάλους» της πολιτικής σκηνής σε µια «νέα εποχή». Γνωστά τα γεγονότα, γνωστή η συρρίκνωση των «πράσινων» και «γαλάζιων» στρατευµάτων, που λύγισαν εξαιτίας των θυελλωδών ανέµων της κρίσης και της επέλασης µιας νέας δύναµης, της Αριστεράς, η οποία ανέλαβε να σκοτώσει το «Τροϊκανό Τέρας». Σήµερα, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε τραγική κατάσταση, µε τη Ριζοσπαστική Αριστερά, «εξηµερωµένη» πλέον, να κυβερνά προσπαθώντας απελπισµένα να κλείσει χωρίς βαριές απώλειες τη χρονιά.

Το εθνικό δράµα εξελίσσεται κάτω από νέες συνθήκες πλέον. Στο κέντρο του πολιτικού σκηνικού βρίσκεται ένα σηµαντικό στοιχείο: Ο δικοµµατισµός, όπως τον γνώρισε ο κόσµος στη Μεταπολίτευση ως σύστηµα εξουσίας, είναι νεκρός. ∆εν είναι σε θέση να παράγει αυτοδύναµες, άρα και «σταθερές», κυβερνήσεις.

Μπορεί να πήρε ο «κόκκινος» πόλος τη θέση του «πράσινου», που αποσύρθηκε από το σχήµα λόγω εκλογικής πτωχεύσεως, αλλά το πραγµατικό γεγονός δεν αλλάζει: Η διασφαλισµένη δικοµµατική εξουσία των µεγάλων παρατάξεων της Μεταπολίτευσης ανήκει στο παρελθόν.
,
Το σοκ της οικονοµικής κρίσης, που κατάφερε ισχυρά πλήγµατα στις αρθρώσεις της ελληνικής κοινωνίας, έφερε µοιραίως και σηµαντικές αλλαγές στην εκλογική συµπεριφορά των πολιτών. Ετσι, σήµερα, µπορεί η Νέα ∆ηµοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ να µετρούν τα αποτελέσµατα των δηµοσκοπήσεων, για να δουν ποια πλευρά προηγείται, ποια η διαφορά τους, αλλά αυτό που έχει σηµασία και αποτυπώνει καθαρά τις σχέσεις της κοινωνίας µε τους «ισχυρούς» της πολιτικής σκηνής είναι ότι: οι δύο τους συγκεντρώνουν ένα ποσοστό πρόθεσης ψήφου που κινείται… κάτω απ’ το 40%! Ετσι, η Ν.∆. µπορεί να ικανοποιείται επειδή έρχεται «πρώτη», αλλά υποχρεώνεται να διαπιστώνει ότι επί του παρόντος δεν την εµπιστεύεται ούτε ένας στους τέσσερις πολίτες. Και ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ δεν βλέπει ούτε έναν στους έξι να τον ακολουθεί!

Ναι, βεβαίως, οι µετρήσεις κάθε εταιρείας είναι της συγκεκριµένης «στιγµής», ναι, θα αλλάξουν τα ποσοστά όταν έρθει η ώρα της εκλογικής µάχης. Αλλά, όπως κι αν θέλει να διαβάσει κανείς τις δηµοσκοπήσεις, διαπιστώνει αυτό που έτσι και αλλιώς βλέπει και ακούει γύρω του σε κάθε κοινωνικό χώρο: Οι πολιτικές των Μνηµονίων σφυροκοπούν ανηλεώς τα κόµµατα που τις εφαρµόζουν.

Η δηµοκρατική νοµιµοποίηση των δυνάµεων εξουσίας διαρκώς χάνει δύναµη. Είναι καθαρά πλειοψηφικό πλέον το τµήµα της κοινωνίας που δεν αναγνωρίζει ως ικανούς διαχειριστές ούτε τους µεν ούτε τους δε. Και δεν αναγνωρίζει ούτε Αριστερά ούτε ∆εξιά, καθώς και οι δύο χάνουν τα χρώµατά τους, βουτηγµένες µέσα στα µνηµονιακά νερά.

Εχει ενδιαφέρον, πάντως, το γεγονός ότι τα κόµµατα που από το 2010 έως σήµερα διαχειρίζονται Μνηµόνια χάνουν δυνάµεις και απαξιώνονται στα µάτια των πολιτών και για έναν άλλο σοβαρό λόγο: Ελεεινολογώντας αδιάκοπα επί έξι χρόνια το ένα το άλλο, πείθουν µια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία για την κακή ποιότητά τους. Ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης δεν δείχνουν όµως να ανησυχούν. Και έτσι, το κακό (τους) συµπληρώνεται.