Η συγκέντρωση προσώπων για το ξεκίνηµα µιας «νέας Κεντροαριστεράς» δεν ήταν µια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ενας µεγάλος, κραταιός κάποτε, χώρος αποµακρύνθηκε από την εξουσία προ ολίγων ετών και πολλά είναι τα πρόσωπα που προσπαθούν εδώ και δυόµισι χρόνια να τον ανασυγκροτήσουν.

Η αρχή ήδη έγινε, λοιπόν, προ ηµερών, τα αναγκαία πρόσωπα συγκεντρώθηκαν και έπονται πλέον τα «διαδικαστικά». Εκτός απροόπτου, πριν από τον χειµώνα, ο «νέος προοδευτικός φορέας» θα προσπαθήσει να έρθει σε επαφή µε την ελληνική κοινωνία. Οµως, το πρόβληµα σε αυτή την υπόθεση είναι ότι ξεκινά υπό δυσµενείς πολιτικές συνθήκες σε δύο επίπεδα: 1) Η οικονοµική και κοινωνική κατάσταση της χώρας είναι όχι µόνο δεινή, αλλά και πρωτόγνωρη για την Ελλάδα, όπως αυτή διαµορφώθηκε στα χρόνια της Τρίτης ∆ηµοκρατίας. 2) Το πολιτικο-ιδεολογικό στίγµα µιας Κεντροαριστεράς -πόσω µάλλον και «νέας»είναι δυσδιάκριτο. Και, από ό,τι φαίνεται, οι σχεδιαστές της νέας οικοδοµής απέχουν πολύ από το να προσεγγίσουν σε µια ελάχιστη βάση το πρόβληµα. Στα πολιτικά παρασκήνια του βασικού πρωταγωνιστή, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ, τα πιο έµπειρα στελέχη που µετέχουν δραστήρια ή απλώς για το «καθήκον» στο εγχείρηµα δεν πιστεύουν ιδιαίτερα στο σηµερινό «µωσαϊκό» προσώπων τα οποία κινούνται στον υπό διαµόρφωση χώρο. Η κ. Φώφη Γεννηµατά, η γύρω της «παλαιά φρουρά» του ΠΑΣΟΚ, όπως η κ. Βάσω Παπανδρέου και ο κ. Κ. Σκανδαλίδης, η οµάδα του Γ.Α. Παπανδρέου, ο κ. Βενιζέλος, οι «εκσυγχρονιστές» της εποχής Κ. Σηµίτη, µε πρώτη την κ. Αννα ∆ιαµαντοπούλου, ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος και οι ∆ΗΜΑΡίτες δεν συναντώνται παρά µόνο στις µνήµες ενός «ένδοξου» πολιτικού παρελθόντος, αλλά και στη µνήµη «άτυχων» κεντροαριστερών πρωτοβουλιών, όπως εκείνη της «Ελιάς».

Οι πρωταγωνιστές της Κεντροαριστεράς έχουν να αντιµετωπίσουν µια πραγµατικότητα που σε τίποτε δεν θυµίζει όσα έως και το 2012 µπορούσαν, λίγο ή πολύ, να υπερασπίζονται. Το παραδοσιακό σχήµα Αριστερά ∆εξιά δεν υπάρχει πλέον, η µεσαία αστική τάξη, που στεκόταν όρθια έως το 2010, δεν υφίσταται σήµερα και επιπλέον οι µικροαστοί της φτωχοποιούνται ολοταχώς. Κάθε «αριστερό» στοιχείο της Κεντροαριστεράς έχει χάσει το νόηµά του, ενώ και σε ολόκληρη την Ευρώπη η σοσιαλδηµοκρατία έχει δεχθεί συντριπτικά χτυπήµατα µετά την αποδοχή του Μάαστριχτ και του δόγµατος της διαρκούς λιτότητας. Ετσι, και το «προοδευτικό» στοιχείο, που µηχανικά περιλαµβάνουν στη ρητορεία τους αυτό τον καιρό οι οικοδόµοι της «νέας Κεντροαριστεράς», δεν σηµαίνει απολύτως τίποτε το συγκεκριµένο σήµερα. Με αυτά τα δεδοµένα, δεν έχει αληθινό πολιτικό περιεχόµενο ούτε και το «προοδευτικό Κέντρο», που προτείνει ο κ. Βενιζέλος απέναντι στην αφελή ρητορεία της κ. Φώφης Γεννηµατά. Στη σηµερινή πραγµατικότητα, το µόνο που έχει αποµείνει ως «πολιτικό» στοιχείο στη ∆ηµοκρατική Συµπαράταξη του ΠΑΣΟΚ είναι η «σκληρή» ρητορεία που αναπτύσσει απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, στην αγωνία της να ξεχωρίσει.

Αλλά αυτό το κάνει πολύ πιο φυσιολογικά και επιτυχηµένα η αξιωµατική αντιπολίτευση της Ν.∆., που άλλωστε δεν βαρύνεται µε ιδιαίτερα προβλήµατα ιδεολογικο-πολιτικής φυσιογνωµίας, πέρα από κάποιες «λεπτοµέρειες» εσωτερικής καύσεως στο κόµµα της. Τώρα, λοιπόν, η ∆ηµοκρατική Συµπαράταξη έχει το διπλό πρόβληµα που προκύπτει από το ότι δεν έχει να παρουσιάσει νέα πρόσωπα «πρώτης γραµµής» και από το ότι δεν παρουσιάζει νέες ιδέες. Επί της ουσίας, η ∆Η.ΣΥ. το µόνο που µπορεί να κάνει, µέσα στο σηµερινό, σκληρό για όλους, «µνηµονιακό» σκηνικό, είναι να εµφανίζεται µε µια δήθεν σοσιαλδηµοκρατική ρητορεία ως µια «ήπια» εκδοχή των «µεταρρυθµιστών» της Νέας ∆ηµοκρατίας. Η ετικέτα της, όσο «προοδευτική» κι αν θα είναι, καµία πολιτική σηµασία δεν θα έχει. Μόνο για µετεκλογικά παιχνίδια κορυφής θα προσφέρεται, καθώς η κοινωνία στην οποία θέλει να απευθύνεται η ∆Η.ΣΥ. δεν υφίσταται σήµερα.