Η υπόθεση της «ανασυγκρότησης» του γνωστού χώρου στον οποίον συνωθούνται σήμερα υποψήφιοι αρχηγοί του μπορεί να προκαλεί θυμηδία στην πολιτική σκηνή και ειρωνικά σχόλια από το κοινό, αλλά έχει ιδιαίτερο και ουσιαστικά πολιτικό ενδιαφέρον. Δεν είναι «ξεκάρφωτη» αυτή η ιστορία, δεν είναι ένα απλό «επεισόδιο» που έρχεται να προστεθεί σε άλλα στοιχεία της εγχώριας «επικαιρότητας».

Ολα τα πρόσωπα τα οποία σήμερα κινούνται και ομιλούν στο κέντρο της σκηνής όπου διαδραματίζεται το έργο «Κεντροαριστερά» συνδέονται -όλα σχεδόν- με ένα συγκεκριμένο παρελθόν: το παρελθόν ενός κραταιού αστικού πολιτικού χώρου, ο οποίος με μικρά διαλείμματα κυριάρχησε απόλυτα και ανεμπόδιστα από το 1981 έως το 2012 στη δημόσια ζωή ως μοντέλο διακυβέρνησης, για να συντριβεί στη συνέχεια, παρασύροντας τη χώρα ολόκληρη στην πτώση του.
Εκπροσωπούν, λοιπόν, αυτά τα πρόσωπα σήμερα τη βαριά ήττα της πολιτικής τάξης που με πράξεις και παραλείψεις έφερε την Ελλάδα στις απότομες κατηφοριές μιας μεγάλης κρίσης πρωτοφανών διαστάσεων στα μεταπολεμικά χρονικά.
Οι της «δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης», που επιθυμεί σήμερα να «αναγεννηθεί» ως νέα Κεντροαριστερά, διετέλεσαν, σχεδόν όλοι, «σοσιαλιστές», παπανδρεϊκού και σημιτικού τύπου, «λαϊκιστές» και «εκσυγχρονιστές», ανάλογα τις εποχές, και -το κυριότερο- αποτέλεσαν για χρόνια τον πυρήνα διαχείρισης ενός «παραγωγικού» μοντέλου με γυάλινα πόδια.

Η κρίση του 2010, η οποία έκτοτε κομματιάζει ένα ολόκληρο «σύστημα» και παράγει ΣΥΡΙΖΑ, έχει πλήξει στην καρδιά του -καθόλου τυχαία, αλλά, αντιθέτως, αναπόφευκτα- τον ευρύτερο «χώρο ΠΑΣΟΚ». Είναι ο χώρος που «δίδαξε» επί δεκαετίες ότι μια χώρα μπορεί να ζει και να ευημερεί χωρίς να παράγει πλούτο, παρά μόνο με δανεικά, ή ότι μπορεί να δημιουργεί πρόσκαιρη «ανάπτυξη», επί χάρτου, με τη συνεργασία κυβέρνησης «σοσιαλδημοκρατών» με έναν κύκλο φιλικών της επιχειρηματικών κέντρων. Οι δομές του (αντι)παραγωγικού μοντέλου παρέμειναν άθικτες.
Οταν λοιπόν οι ίδιες αυτές δυνάμεις της καταστροφής, με τα ίδια πρόσωπα, επιχειρούν δολίως, μαζί και αφελώς, να μεταμφιεσθούν, αλλάζοντας ρούχο σε κοινή θέα, σε κάτι «νέο», όταν προσπαθούν να «λησμονήσουν» ότι αποτελούν τον πυρήνα ενός κόσμου που εξαιτίας της κρίσης μοιραίως διαλύεται, τότε φθάνουν να κινούνται στα όρια της πολιτικής γελοιοποίησης.

Εχει λοιπόν ουσιαστικό πολιτικό ενδιαφέρον η υπόθεση της «Κεντροαριστεράς». Και είναι πιστοποιητική του αναπόφευκτου αργού θανάτου αυτού του χώρου η πολιτική και πνευματική ποιότητα της σημερινής εκπροσώπησής του σε επίπεδο «κορυφής».
Οποιοι στην ελληνική πολιτική σκηνή αρνούνται σήμερα να αντιληφθούν και να κατανοήσουν ότι η Ελλάδα έχει οδηγηθεί βιαίως σε μια νέα περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας της θα πέφτουν, άπαντες -γαλάζιοι, πράσινοι, ροζ και κόκκινοι-, από το ένα λάθος στο άλλο. Οποιοι συνεχίζουν να ομιλούν στην Ελλάδα την «πολιτική» γλώσσα της Μεταπολίτευσης θα ομιλούν εκτός πραγματικότητας, με τους όρους που, όπως έγραψε το 2013 ο Αλέν Τουρέν, αποτελούν «τέκνα» του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο οποίος δεν υφίσταται πλέον. Και θα «εξηγούν» τα πράγματα με όρους και έννοιες που δεν μπορούν να βοηθήσουν τη σκέψη για κατανόηση του τρόπου με τον οποίο κινείται ο σύγχρονος κόσμος. Στην Ευρώπη αναπτύσσεται ήδη έντονος προβληματισμός σε κύκλους πολιτικών και διανοουμένων για τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού που αφαιρεί δυνάμεις από την πολιτική Ευρώπη και ενισχύει τον «κόσμο» του παγκοσμιοποιημένου χρήματος. Και συνδέουν οι κύκλοι αυτοί την «υποχώρηση» της πολιτικής Ευρώπης με την αποδυνάμωση των πνευματικών της δυνάμεων.
Το πρόβλημα αφορά, βεβαίως, και όλα τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας. Αλλά ιδιαίτερα στην «Κεντροαριστερά» είναι οξύτερο. Διότι δεν επιχειρείται εκεί τίποτε το νέο, καμιά αλλαγή δεν παράγεται, καμία σκέψη, ενώ υπετίθετο επί δεκαετίες ότι κατ’ εξοχήν στους δικούς της κόλπους κινούνταν πνευματικές προσωπικότητες με ενδιαφέροντα πολιτικό στοχασμό. Αυτό ακυρώθηκε στην πράξη το 2017.