Η πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Εκπαίδευση στην Ελλάδα προκάλεσε για μια ακόμη φορά προβληματισμό, ως προς την ποιότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Οι επιδόσεις σε όλους τους τομείς είναι απογοητευτικές.

Οι νέοι στη χώρα μας υστερούν σε δεξιότητες, όπως ανάγνωση και μαθηματικά, όπως αποτυπώνεται στους διεθνείς διαγωνισμούς PISA, ενώ η χώρα κατατάσσεται δεύτερη από το τέλος στην Ε.Ε. – 28 ως προς το δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας. Η συμμετοχή των ενηλίκων στην εκπαίδευση ανήλθε το 2015 σε μόλις 5,7% του πληθυσμού, ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. κυμαίνεται σε διπλάσια σχεδόν επίπεδα, με ποσοστό 10,7%.

Στην έκθεση επισημαίνονται μια σειρά από δυσλειτουργίες και προβλήματα, που ευθύνονται για την οπισθοχώρηση. Μεταξύ άλλων, είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει μεγάλης ηλικίας και κακοπληρωμένους εκπαιδευτικούς. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι μισοί είναι άνω των 50 ετών, ενώ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τέσσερις στους δέκα είναι ηλικίας μεταξύ 40 και 49 ετών. Το σύνολο δε των εκπαιδευτικών αμείβεται χαμηλότερα, σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Η αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών, όχι μόνο δεν εφαρμόζεται στη δημόσια εκπαίδευση, αλλά ανεστάλη και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Όσο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, σημειώνεται η αποτυχία του σχεδίου οικονομικής και οργανωτικής αναδιάρθρωσης και ο περιορισμός της αυτονομίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Κι ενώ το ποσοστό ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου – 40,4% έναντι 38,7% αντίστοιχα, το 2015 – μόλις οι μισοί από τους πρόσφατα αποφοιτήσαντες (49,9%) απασχολούνται στην αγορά. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. βρίσκεται στο 81,9%. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα παράγει αποφοίτους, για να τους «εξάγει» στη συνέχεια – κυρίως τους πλέον ταλαντούχους και φιλόδοξους - στο εξωτερικό.

Παρά την επιδείνωση των τελευταίων ετών, εξαιτίας και της κρίσης, είναι σαφές ότι τα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης έχουν βαθιές ρίζες – πολιτικές αλλά και πολιτισμικές. Εδώ και δεκαετίες συμβιβαζόμαστε με μια παιδεία παραδομένη σε κομματικά, συντεχνιακά και άλλα συμφέροντα. Μια παιδεία που ταλαιπωρείται από διαρκείς «μεταρρυθμίσεις» και «αντί-μεταρρυθμίσεις» και που – παρ’ όλα αυτά – παραμένει μόνιμα προσκολλημένη σε νοοτροπίες και αντιλήψεις του παρελθόντος. Συμβιβαζόμαστε με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που φοβάται την αξιολόγηση, τη διάκριση και την αριστεία, χαμηλώνοντας διαρκώς τον πήχη. Συμβιβαζόμαστε με μια παιδεία που απεχθάνεται και δαιμονοποιεί έννοιες όπως η ιδιωτική πρωτοβουλία, η επιχειρηματικότητα, η αγορά.

Αυτή η συλλογική αποτυχία στο θέμα της δημόσιας παιδείας είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Είναι βασικός λόγος όξυνσης των ανισοτήτων, μεταξύ των εχόντων, που μπορούν να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε καλύτερες υπηρεσίες και των μη εχόντων, που βλέπουν τις προσδοκίες τους να καταστρέφονται.

Αν θέλουμε η Ελλάδα να βγει κάποτε από το σημερινό τέλμα, η Παιδεία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εθνικού σχεδιασμού και όχι πεδίο άσκησης για κάθε υπουργό. Αύξηση των δαπανών για τη δημόσια παιδεία, απελευθέρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το κρατικό μονοπώλιο και τον κομματικό εναγκαλισμό, αξιολόγηση σε όλες τις μονάδες και σε όλες τις βαθμίδες, προσαρμογή στα δεδομένα της κοινωνίας της γνώσης και στενότερη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά, είναι οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να εστιάσει η προσπάθεια αναβάθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η αναβάθμιση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και της ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχεται στη νέα γενιά, είναι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για να μπορούμε να ελπίζουμε σε μια πραγματικά καλύτερη επόμενη ημέρα. Σε μια οικονομία βιώσιμη, σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις που μας έφεραν ως εδώ.