Όταν ευημερούν οι αριθμοί
Η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση περνά μόνο μέσα από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, που αποτελούν ταυτόχρονα προϋπόθεση για ρεαλιστικά και διατηρήσιμα πλεονάσματα
Πριν από λίγες ημέρες η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 έφθασε στο 3,9% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας κατά οκτώ φορές το μνημονιακό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5%. Πρόκειται για μια επίδοση ρεκόρ που, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οφείλεται στην καλύτερη πορεία των φορολογικών εσόδων, στην αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων από εισφορές και στο θετικό ισοζύγιο που παρουσίασαν οι ΟΤΑ.
Η δημοσιονομική αυτή υπεραπόδοση συνιστά θετική εξέλιξη, στο βαθμό που ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας και διευκολύνει τη σύναψη της τελικής συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος. Επιπλέον, απομακρύνει το ενδεχόμενο της ενεργοποίησης του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ στο βαθμό που θα διατηρηθεί, αυξάνει τις πιθανότητες εφαρμογής των θετικών μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση για τα έτη 2019 και 2020.
Κάπου εδώ, όμως, τελειώνουν τα καλά νέα και αρχίζει ο προβληματισμός. Θα ήταν ευτυχές γεγονός αν το εντυπωσιακό αυτό πλεόνασμα είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο μιας υγιούς οικονομίας. Αν ήταν προϊόν της αποδοτικότερης λειτουργίας του δημοσίου τομέα, της αποτελεσματικότερης πάταξης της φοροδιαφυγής και κυρίως μιας δυναμικής οικονομικής δραστηριότητας με κινητήριο δύναμη τις επενδύσεις, την παραγωγή και την αύξηση της απασχόλησης.
Δυστυχώς, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εξοντωτική υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και δημιουργήθηκε σε μια οικονομία που παραμένει βυθισμένη στην ύφεση.
Το γεγονός αυτό καθιστά εξαιρετικά αμφίβολη την επανάληψη παρόμοιων επιδόσεων στο επόμενο διάστημα, καθώς η κόπωση που έχει ήδη επέλθει στην ελληνική οικονομία είναι εμφανής σε όλους τους δείκτες. Εάν συνεχιστεί η εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική της λιτότητας, με μέτρα που προσθέτουν νέα δυσβάσταχτα βάρη στις πλάτες των φορολογούμενων, οι υφεσιακές επιπτώσεις θα ενταθούν. Η οικονομία θα εξακολουθήσει να κινείται, αν όχι σε αρνητικούς, σε χαμηλούς και ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να βιώνει τον εφιάλτη της ανεργίας και της ανέχειας.
Η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση περνά μόνο μέσα από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, που αποτελούν ταυτόχρονα προϋπόθεση για ρεαλιστικά και διατηρήσιμα πλεονάσματα. Αυτό απαιτεί τη διαμόρφωση χαμηλότερων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, στα επίπεδα του 1,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό με γενναία μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, θα χρειαστεί αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος, προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και του αποτελεσματικότερου ελέγχου των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου τομέα.
Όσο καθυστερούν αυτές οι παρεμβάσεις, με ευθύνη τόσο των ελληνικών κυβερνήσεων όσο και των δανειστών, ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της λιτότητας θα διαιωνίζεται. Στην καλύτερη περίπτωση, θα καταλήξουμε με μια οικονομία στην οποία ευημερούν μόνο τα νούμερα.