Δεν είναι ότι δεν τον ρώτησαν για καυτά θέματα. Με τυπικούς όρους τον ρώτησαν για όλα, έτσι ώστε το επικοινωνιακό του επιτελείο να μπορεί να προβάλει τις δεσμεύσεις για «ανάπτυξη», «δικαιότερη αντιμετώπιση», «εκλογές το 2019 και έξοδο από τα μνημόνια το 2018» και η αντιπολίτευση να μπορεί προχωρήσει στον προβλεπόμενο καταιγισμό ανακοινώσεων σφυροκοπώντας την κυβέρνηση με την ανακύκλωση των γνωστών κριτικών για «ανακολουθία» και «υποσχέσεις χωρίς νόημα και έλλειψη σχεδίου». Παράλληλα, τα δελτία των 8 έπαιξαν τα απαραίτητα επιλεγμένα αποσπάσματα, που θα τα ακούσουμε και αύριο το πρωί, με τον απαραίτητο σχολιασμό από τους προσκεκλημένους των πρωινών εκπομπών.

Μόνο που αυτό δεν ήταν συνέντευξη Τύπου. Ήταν ομιλία οργανωμένη γύρω από ερωτήσεις. Πολύ μεγαλύτερη οξύτητα συναντούσες στον σχολιασμό στα μέσα κοινωνικά δικτύωσης απ’ ό,τι στην αίθουσα της συνέντευξης. Και δεν αναφέρομαι στην ευπρέπεια του λόγου αλλά στην ουσία. Ο πρωθυπουργός δεν στριμώχτηκε καθόλου.

Εάν θες να κάνεις κανονική συνέντευξη δεν ρωτάς για παράδειγμα τον πρωθυπουργό εάν περιμένουμε επενδύσεις, αλλά με επιμονή του ζητάς να διευκρινίσει εάν εννοεί την απλή πώληση ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων ή νέα κεφάλαια που θα έρθουν. Δεν τον αφήνεις να καυχιέται ότι το 2018 η ανεργία θα πέσει κάτω από 20%, αλλά τον ρωτάς εάν αυτό σημαίνει 19,9% ή 16% και εάν έχει πρόβλεψη να κάνει. Όταν μιλάει γενικά για έξοδο από τα μνημόνια, ρωτάς για την εκτίμηση που έχουν για την κάλυψη των δανειακών αναγκών.

Εάν αρχίσει να λέει για την αναπτυξιακή τράπεζα και το ΕΣΠΑ, τον ρωτάς εάν έχει στοιχεία για τον τρέχοντα δανεισμό (στην πραγματικότητα μη δανεισμό) των μικρομεσαίων από τις τράπεζες. Δεν τον ρωτάς γενικά για τον Π. Καμμένο, γιατί προφανώς θα απαντήσει ότι «μια χαρά είναι η συνεργασία», του αναφέρεις (απαγγέλλοντάς την) π.χ. μια δήλωση του Δ. Καμμένου, αντιπροέδρου της Βουλής από τους ΑΝΕΛ και ρωτάς εάν αυτή εκφράζει την κυβέρνηση. Εκεί που μιλάει γενικόλογα για τη διευκόλυνση των «επενδύσεων», τον ρωτάς συγκεκριμένα: «Αυτό σημαίνει παράκαμψη του αρχαιολογικού νόμου για το Ελληνικό;».  Τον ρωτάς ως πότε τα κενά στην παιδεία και την υγεία θα καλύπτονται από εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Κοινώς, προσπαθείς να αποσπάσεις συγκεκριμένες απαντήσεις, να εντοπίσεις τα σημεία στα οποία είναι απροετοίμαστος, να αναδείξεις τις αντιφάσεις του. Να βγάλεις πραγματικά είδηση.

Οι πρωθυπουργοί στη ΔΕΘ δεν κάνουν χάρη που μιλούν στα ΜΜΕ. Κάνουν πράξη μια υποχρέωσή τους που δεν είναι άλλη από το να εκτίθενται περιοδικά στο σφυροκόπημα από την «τέταρτη εξουσία». Γιατί αυτό είναι μια μορφή λογοδοσίας. Γιατί αυτό είναι πλευρά της δημοκρατίας. Διαφορετικά, ας τους αφήνουμε να κάνουν διαγγέλματα όπως την Πρωτοχρονιά.

Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι αυτό το κλίμα δεν το είχαν μόνο τα συμπολιτευόμενα αλλά και τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ. Ήταν σαν να θεωρείτο δεδομένο ότι έτσι πρέπει να γίνεται μια συνέντευξη. Η δικαιολογία ότι αυτό οφείλεται στην «τελετουργία» της συνέντευξης, με τον πρωθυπουργό από πάνω, τους συντάκτες από κάτω, το δικαίωμα μια ερώτησης χωρίς δικαίωμα να επανέλθεις για να «στριμώξεις», το άγχος των συντακτών να μην έρθουν σε πλήρη ρήξη με τον κυβερνητικό μηχανισμό ενημέρωσης (αν και πιστέψτε με συχνά οι «διαρροές» ή τα non-paper είναι εξίσου προπαγάνδα με την επίσημη ενημέρωση), δεν επαρκεί κατά τη γνώμη μου.

Το πρόβλημα είναι η ίδια η μετάλλαξη της ενημέρωσης σε μια χώρα όπου πλέον πραγματική πολιτική αντιπαράθεση δεν υπάρχει. Η ουσία της πολιτικής αποφασίζεται αλλού, από τις Βρυξέλλες μέχρι τις κλειστές συναντήσεις με επιχειρηματίες, και η δημόσια πολιτική αντιπαράθεση εκφυλίζεται σε μια απλή αντιπαράθεση ρητορικών. Τα μέσα ενημέρωσης προσαρμόζονται σε αυτό, ιδίως όταν αρκετά από αυτά είναι πια «εταιρείες ειδικού σκοπού». Το «θα πει ο καθένας τα δικά του» αντιμετωπίζεται ως κάτι το αυτονόητο και φυσικό και η ενημέρωση αναζητά κυρίως το σαρδάμ ή την άστοχη ατάκα, και όχι την πραγματική είδηση ή τη στιγμή που ένας πολιτικός ηγέτης πιάστηκε αδιάβαστος ή ομολόγησε την αληθινή του πολιτική.

Και έτσι πορευόμαστε σε μια σύγκρουση αφηγημάτων και όχι πολιτικών, με την κοινωνία να χάνει όχι μόνο την ελπίδα της αλλαγής αλλά την εμπιστοσύνη ότι όντως της λένε την αλήθεια. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς, αλλά και τα ΜΜΕ. Όταν δεν αποδεικνύουμε τη χρησιμότητά μας, ας μη διαμαρτυρόμαστε μετά ότι καταρρέει η αναγνωσιμότητα.

Και ο κυνικός μέσα μου να με τσιγκλάει: «Τι κάθεσαι και ασχολείσαι, άμα δεν ήταν η δουλειά σου και ήσουν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, θα παρακολουθούσες τη συνέντευξη;»