Με την ομιλία του στη Θεσσαλονίκη ο Αλέξης Τσίπρας άνοιξε την προεκλογική εκστρατεία για τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε και εάν γίνουν αυτές. Και δεν το έκανε αυτό τόσο προσφέροντας υποσχέσεις όσο διαμορφώνοντας το πεδίο μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η συζήτηση. Με ποδοσφαιρικούς όρισε το γήπεδο.

Και αυτό το γήπεδο έχει σαφή χαρακτηριστικά. Τα μνημόνια είναι δεδομένα. Τυπικά θα τελειώσουν τον Αύγουστο του 2018, άλλωστε είναι εμφανές ότι και ούτε η Γερμανία ούτε η γραφειοκρατία της ΕΕ θέλουν να χρεώνονται το σχετικό κόστος και ευθύνη, ενώ το ΔΝΤ αναζητά έξοδο.

Ούτως ή άλλως, η ΕΕ έχει αρκετούς μηχανισμούς επιτήρησης και στην κανονική καθημερινή της λειτουργία για να επιβάλλει πολιτικές ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη ψηφίσει και μελλοντικά μέτρα και έχει δεσμευτεί για πρωτογενή πλεονάσματα. Η τρίτη αξιολόγηση που ξεκινά σε λίγο θα εξασφαλίσει ότι οι κρίσιμες ιδιωτικοποιήσεις θα προχωρήσουν κανονικά και ότι το θεσμικό πλαίσιο δεν πρόκειται να αλλάξει για τα επόμενα χρόνια επί το προοδευτικότερο.

Αυτή είναι με έναν τρόπο η διαφορά από το 2014. Και τότε με ονομαστικούς όρους Σαμαράς είχε φτάσει στο όριο της ονομαστικής ανάπτυξης και είχε κάνει ελεγχόμενη έξοδο στις αγορές αλλά ήξερε ότι είχε μπροστά του νέο μνημόνιο και μέτρα σκληρά γιατί υπήρχαν μεγάλες αποπληρωμές χρέους και ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος. Προσπάθησε να εξασφαλίσει «ευνοϊκή» μεταχείριση από τους δανειστές, δεν την πήρε και είχαμε την ηρωική έξοδο των εκλογών του Ιανουαρίου 2015.

Σήμερα ο Τσίπρας μπορεί να ελπίζει ότι τα «χειρότερα είναι πίσω». Για μια χώρα όπως η Ελλάδα αυτό ακούγεται ακόμη και ως ατού. Επομένως μπορεί να βγαίνει στη ΔΕΘ και να παρουσιάζει ως ανάπτυξη το γεγονός ότι ανακόπηκε (αλλά δεν αντιστράφηκαν οι επιπτώσεις) της μεγαλύτερης διάρκειας συνεχόμενης ύφεσης στην Ευρώπη, ως καταπολέμηση της ανεργίας το γεγονός ότι θα πέσει κάτω από το 20% (αλλά θα παραμείνει τρομακτικά υψηλή) και ως επενδύσεις το γεγονός ότι θα συνεχιστεί ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων στο οποίο μπορεί να αλλάζουν χέρια επιχειρήσεις, που τις αγοράζουν κυρίως ξένα αρπακτικά σαν κι αυτά που συνόδευαν τον κύριο Μακρόν, αλλά δεν δημιουργούνται νέες παραγωγικές μονάδες (εκτός και εάν πιστεύει ότι αυτό θα το κάνουν οι... ΚΟΙΝΣΕΠ).

Μπορεί ακόμη να βγαίνει και να παρουσιάζει ως μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης την απλή τήρηση της νομιμότητας στα εργασιακά, την ώρα που οι συλλογικές συμβάσεις είναι διαλυμένες, αναβάθμιση της υγείας το γεγονός ότι στήνει πρωτοβάθμιες μονάδες υγείας με ημερομηνία λήξεως (καθότι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου), και επιτυχία το να ανοίξουν κανονικά τα σχολεία (παίρνοντας έγκαιρα περιπλανώμενους αναπληρωτές αντί για μόνιμο προσωπικό). Μπορεί τέλος να παρουσιάζει ως ενίσχυση τα κονδύλια του ΕΣΠΑ (που δεν σταμάτησαν όλα τα χρόνια της κρίσης γιατί διαφορετικά θα είχαν κατέβει οι διακόπτες παντού) ή την προοπτική της «αναπτυξιακής τράπεζας», την ίδια ώρα που στις τράπεζες όποιος μικρομεσαίος πάει πρώτα θα ακούσει τη λέξη «όχι» και μετά την καλημέρα.

Και μπορεί να το κάνει γιατί πολύ απλά στον πυρήνα αυτών των που λέει δεν έχει αντίλογο. Γιατί αντίλογος θα σήμαινε άλλη πολιτική και άλλη πολιτική θα σήμαινε σύγκρουση με τους δανειστές και αυτή από τα «κόμματα εξουσίας», υπαρκτά και κατά φαντασία, δεν πρόκειται να γίνει, ενώ όσες και όσοι ομνύουν στην ανατροπή μάλλον δεν θα βρεθούν σύντομα στην ανάγκη να την κάνουν πράξη.

Προφανώς και ο Τσίπρας θα δεχτεί κριτική και δικαιολογημένα. Ήδη η αντιπολίτευση τον καταγγέλλει για αναξιοπιστία, έλλειψη σοβαρότητας, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και θέατρο για τις τηλεοπτικές κάμερες. Όπως λίγο πολύ έκανε κάθε αντιπολίτευση που σεβόταν τον εαυτό της για κάθε πρωθυπουργό στη ΔΕΘ τις τελευταίες δεκαετίες. Το ερώτημα είναι εάν έχουν να πουν κάτι άλλο.

Προφανώς και ο Τσίπρας δεν είναι «κυρίαρχος του παιχνιδιού». Ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράττει σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους και της απογοήτευσης της κοινωνίας από τη συνειδητοποίηση ότι τα μνημόνια ήρθαν θα να μείνουν. Μόνο που δεν το εισπράττει μόνος του. Όταν σε δημοσκοπήσεις με αναγωγή επί των εγκύρων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνουν αθροιστικά μόλις 50%, είναι εμφανές ότι η απόσταση ανάμεσα στην πολιτική σκηνή και την κοινωνία αυξάνει. Και αυτό μπορεί να είναι πιο σημαντικό από την όποια πρωτιά της ΝΔ.

Κάποτε θα λέγαμε ότι σε αυτό το κενό, σε αυτή την κρίση εκπροσώπησης, προετοιμάζονται οι κοινωνικές εκρήξεις του μέλλοντος ή ότι επωάζεται το «αυγό του φιδιού» του φασισμού. Ίσως. Μπορεί, όμως να είναι απλώς το γεγονός ότι μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών παρακολουθεί μια πολιτική σκηνή περιορισμένης ευθύνης. Και μειωμένου ενδιαφέροντος.