Ο κ. Γιώρργος ΦΛΩΡΙΔΗΣ είναι ένας πολύ σοβαρός, συγκροτημένος και χαμηλών τόνων πολιτικός, νομικός και άνθρωπος.

Πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες εργάζεται όταν αναλαμβάνει κυβερνητικές υποχρεώσεις. Είναι πολύ μεθοδικός στη δουλειά του, αλλά και δεν βιάζεται να κάνει δηλώσεις στον Τύπο για να διαφημίσει το έργο του, πριν καν καταπιαστεί με αυτό όπως άλλοι συνάδελφοί του κατά καιρούς. Ο κ. Φλωρίδης έχει αποδείξει την αξιοπιστία του, όταν ειδικά εμπλέκεται σε σύνθετες υποθέσεις και από παλαιότερες εποχές. Άσχετα με το αν κάποιος συμφωνεί ή συγκλίνει με τις ιδεολογικές αφετηρίες του κ. Φλωρίδη και τις πολιτικές του θέσεις, είναι ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος και υπουργός προερχόμενος από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ.

Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στη νέα κυβέρνησή του, μετά τις εκλογές του Ιουνίου, του εμπιστεύτηκε το υπουργείο Δικαιοσύνης και μια κρίσιμη αποστολή. Να μαζέψει το χάος των ποινικών κωδίκων, της εκτέλεσης των ποινών, της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ο κ. Φλωρίδης όλους αυτούς τους μήνες δούλεψε με διακριτικότητα, απρόθυμος να ανταποκριθεί στα αιτήματα των δημοσιογράφων για συνεντεύξεις και δηλώσεις. Στην παρούσα φάση δείχνει έτοιμος να παρουσιάσει ένα πολύ κρίσιμο νομοσχέδιο. Αυτό που θα επαναφέρει την Ελλάδα σε ευταξία ή θα αποτελέσει άλλη μια «χαμένη ευκαιρία».

Θα μπορούσε  να ειπωθεί ότι το «στοίχημα» που έχει αναλάβει ο υπουργός Φλωρίδης για λογαριασμό της διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι μια ακόμη μεταρρύθμιση. Αλλά η αξίωση για επιστροφή της χώρας στην αξιοπρέπεια. Συνήθως με την έννοια «νόμος και τάξη», που για πολλούς χαρακτηρίζει μια δεξιά η κεντροδεξιά κυβέρνηση, αναφερόμαστε στη στάση και την αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας. Δεν είναι όμως έτσι. Η Αστυνομία υπηρετεί τον νόμο. Ακόμη και όταν κάνει συλλήψεις του κοινού ποινικού, δεν παίρνει δικαστικές αποφάσεις για τον καταλογισμό του εγκλήματος, για την έκτιση των ποινών, για τον χρόνο που χρειάζεται μια υπόθεση να φθάσει στο ακροατήριο, για την κατάσταση και τις χωρητικότητες των φυλακών. Άρα το περίφημο ως δόγμα «νόμος και τάξη» αναφέρεται τελικά στον νόμο, στη λειτουργία των δικαστηρίων, στην κατάσταση πραγμάτων στις φυλακές και όχι στην Αστυνομία.

Την τελευταία 20ετία η Ελλάδα στο επίπεδο αυτό παραπέμπει σε «μπανανία» και όχι σε ευρωπαϊκή χώρα. Μοιάζει «σκιά» του ίδιου της του εαυτού ιστορικά, αφού ακόμη και στο δυστοπικό από πλευράς προβλημάτων και υποδομών μεταπολεμικό περιβάλλον, τη μακρινή δεκαετία του 1950, η Ελλάδα είχε Ποινικό Κώδικα πολύ πιο συγκροτημένο και συνεκτικό, λειτουργία δικαστηρίων απολύτως επαρκή και έκτιση ποινών που ικανοποιούσαν την κοινωνία ως προς το αίσθημα ασφάλειας και την απόδοση δικαιοσύνης στους εγκληματίες. Όλα αυτά ανετράπησαν μέσα από νόρμες περί προοδευτισμού, εκσυγχρονισμών, διαπλοκής, διαφθοράς και παραδικαστικών κυκλωμάτων, κακής λειτουργίας των δικαστηρίων, με υποθέσεις που χάνονταν στα συρτάρια μέχρι την τελική παραγραφή τους.

Πώς φθάσαμε μέχρι εδώ; Όπως φθάσαμε και στη δημοσιονομική χρεοκοπία, πριν από μια δεκαετία περίπου. Σταδιακά, ανέμελα και βαθμηδόν. Στην αρχή μεγάλα δικηγορικά γραφεία συνέτασσαν τους νόμους για λογαριασμό των κυβερνήσεων. Δικαστές, εισαγγελείς και δικαστικοί υπάλληλοι έθεσαν ωράριο μέχρι το μεσημέρι στη λειτουργία των δικαστηρίων. «Προοδευτικοί» θεωρητικοί και καθηγητές του Ποινικού ανέλαβαν να δομήσουν δίκαιο υπέρ των εγκληματιών, θεωρώντας εξ αφετηρίας ότι οι φυλακές δεν είναι η ορθή, ανθρωπιστικά, μέθοδος σωφρονισμού. Συστήματα οικονομικών συμφερόντων που με τη διαιώνιση της εκδίκασης ενστάσεων για επενδυτικά projects τα τίναζαν στον αέρα. Δικαστές, υπουργοί, δικηγόροι, επιχειρηματικά συμφέροντα, «μαφία» της νύχτας, ενδιάμεσοι «νταραβεριτζήδες», οργάνωναν τις ποινές και τις αποφυλακίσεις όπου τα ισόβια κατέληξαν να «μετρούν» επτά χρόνια και η όποια ποινή να εκτίεται στη φυλακή, αν ήταν τελεσίδικη πάνω από οκτώ χρόνια.

Ο «κόπρος του Αυγεία» εν ολίγοις που με έναν βασικό νόμο η διακυβέρνηση Μητσοτάκη επιθυμεί να... καθαρίσει.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 1/12