Οπως έγινε φανερό από τη βρετανική κρίση µετά την αναβολή της συνάντησης του Ελληνα πρωθυπουργού µε τον οµόλογό του, προκλήσεις και αιφνιδιαστικές ανατροπές στη διεθνή πολιτική της χώρας µπορούν να προκύψουν µε τον πλέον απρόβλεπτο τρόπο, στην πιο απίθανη συγκυρία.

Ο τρόπος που θα αντιδράσουν στην περίπτωση αυτή, όπως στη συγκεκριµένη µε την επιλογή του κ. Σούνακ και µε αιτιολογία την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, έχει ιδιαίτερη σηµασία. Για παράδειγµα, στην προκειµένη περίπτωση, η ανακοίνωση του επικεφαλής της αντιπολίτευσης, κ. Κασσελάκη, που δεν άφηνε περιθώρια για παρεξηγήσεις ως προς τον προσανατολισµό της, η τοποθέτηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. επίσης, ακόµα και η τηρουµένων των αναλογιών τοποθέτηση από την πλευρά του ΚΚΕ, έδωσαν τον τόνο ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι ο πρωθυπουργός της Ελλάδος και όποιος προσβάλλει τον πρωθυπουργό προσβάλλει την Ελλάδα και τους Ελληνες. Μια τέτοια θεώρηση πραγµάτων δεν είναι συνηθισµένη για τη χώρα µας, τόσο ως οντότητα όσο και ως προς τη δεινότητα της εσωτερικής πολιτικής και πολιτειακής συνοχής της. Η Ελλάδα είναι γνωστή στον κόσµο για τους διχασµούς της, την κοµµατική πόλωση που τη διακρίνει και την αδυναµία που παρουσιάζουν οι θεσµοί της εν µέσω δοµικής διαφθοράς ως προς το κύρος τους.

Η Ελλάδα, όµως, στην παρούσα φάση ασκεί στρατηγικές πολιτικές διά του πρωθυπουργού και της κυβερνήσεώς της, σε κάποια επίπεδα ειδικά στην Ευρώπη ακόµα και από τα κόµµατα της αντιπολίτευσης που συµµετέχουν σε διαφορετικές µεταξύ τους ευρωπαϊκές οµάδες του Κοινοβουλίου. Εξελίσσονται κινήσεις και υπογράφονται συµφωνίες συµµαχικές, αλλά, από την άλλη, διατυπώνονται θέσεις συγκρουσιακές µε άλλες οµάδες κρατών ή διµερώς. Ολα αυτά σε ένα περιβάλλον παγκοσµίως προς διαµόρφωση σε δύο επίπεδα αναφοράς. Στο ένα, ως προς το «power game» κεντρικών δυνάµεων για την επιρροή, την κοσµοθεωρία και την οικονοµική, εµπορική, τεχνολογική και ενεργειακή αλληλεξάρτηση, όπου αντιπαρατίθεται από τη µια πλευρά το όλον της πολυπολικής ∆ύσης υπό τη δεσπόζουσα θέση των ΗΠΑ και από την άλλη οι ανερχόµενες δυνάµεις της Ασίας, µε δεσπόζουσες δυνάµεις την Κίνα και τη Ρωσία.

Στο άλλο, που αφορά τον πλανήτη ως προς το τέλος εποχής της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της παραγωγής και της εργασίας και την υποκατάστασή του από τις «έξυπνες µηχανές» και την Τεχνητή Νοηµοσύνη. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως 4η Βιοµηχανική Επανάσταση, αλλά έχει σηµαίνουσες διαφορές από τις τρεις προηγούµενες, που στην ουσία τους ήταν ανθρωποκεντρικές. Πέραν της τεχνολογίας, που απειλεί να γίνει κυρίαρχη ακόµα και σε σχέση µε τον δηµιουργό της, καθοριστικό παράγοντα για τις εξελίξεις στη βιοµηχανία, την παραγωγή και τις συνθήκες της καθηµερινότητας στη βάση της ανάπτυξης έχουν οι κλιµατικές αλλαγές, που ήδη αισθανόµαστε.

Η Ελλάδα δεν είναι µια µεγάλη χώρα. Είναι µια µεσαία χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, µε καθορισµένη και εµβληµατική σχέση, ως παλιός εταίρος, µε τη ∆ύση και πέρασµα µε «βάθος» πολιτισµού και παράδοσης στην Ανατολή. Στην παρούσα φάση - και αυτό δεν αφορά τη σηµερινή κυβερνητική πραγµατικότητα υπό τον Κ. Μητσοτάκη, ούτε αποκλειστικά την όποια επόµενη περίοδο µε πρωθυπουργό κάποιον που δεν γνωρίζουµε, αλλά ούτε και τη µεθεπόµενη, που µοιάζει θολή, ακόµα και ως προς τις προδιαγραφές της. Ο ορίζοντας, όµως, της Ελλάδας, που συχνά-πυκνά απασχολεί τη διεθνή επικαιρότητα µε τις καλές ή τις κακές στιγµές της, µπορεί να γίνει σπουδαίος για την εικοσαετία 2030-2050, εφόσον από σήµερα και µετά, αφού ανακτήθηκε η «ιδιοκτησία» της χώρας µετά τη µνηµονιακή εποχή της χρεοκοπίας, µπορεί να κάνει στρατηγικές πολιτικές και να καθορισθεί από µια εσωτερική πολιτική συνοχή. Υπό ποια έννοια; Αν εµείς δεν σεβόµαστε τον εαυτό µας και δεν µπορούµε εθνικά και κοινωνικά να συνεργασθούµε αρµονικά, πώς είναι δυνατόν να ζητούµε από τους ξένους, συµµάχους ή αντιπάλους, να µας σεβαστούν;

Αν εµείς δεν έχουµε όραµα και σταθερό σχέδιο για τους εαυτούς µας, το συλλογικό «εγώ», πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ανάκαµψη και αναβάθµιση; Εφόσον η πολιτική µας κουλτούρα και η στάση των κοµµάτων µας θυµίζουν «καπηλειό» απολύτως κακόφηµο και η σχέση του πολίτη µε το κράτος δείχνει κακόπιστη «βωµολοχία» ουσιαστικά µεταξύ «κατσαπλιάδων», πώς είναι δυνατόν να πετύχουµε ως Ελληνική ∆ηµοκρατία; ∆εν είναι ζήτηµα ιδεολογίας ή σύµπτωσης σε επιµέρους πολιτικές. Είναι διακριτικό εθνικού κοσµοπολιτισµού, που διαχέεται στο διεθνές προφίλ µας και τελικά µας καθορίζει.

Παρά την πολυδιάσπαση στο Κοινοβούλιο µε πολλαπλά κόµµατα, που αδυνατίζει θεσµικές διαδικασίες, όπως το άτυπο συµβούλιο πολιτικών αρχηγών ή τη συζήτηση προ ηµερησίας διατάξεως, είναι ευκαιρία η παρούσα συγκυρία ώστε να κινηθούµε πολιτικά σε νέες διαδροµές, µε αξιόπιστη εθνική συνοχή.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 2/12