Οι ανέμοι από την Ευρώπη φέρουν στο προσκήνιο μια συζήτηση που αφορά τη συνοχή της Νέας Δημοκρατίας ως το όλον της Κεντροδεξιάς. Δηλαδή το κατά πόσον η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη με το έντονο πολιτικό «ίχνος» στους «liberals» μπορεί να διατηρήσει στις παρούσες συνθήκες την ενότητά της με τη μεγάλη μερίδα της ελληνικής Δεξιάς.

Αυτής που αποτελεί την ιδρυτική βάση στο συγκεκριμένο κόμμα από τον προηγούμενο αιώνα. Τόσο στις κάλπες όσο και στις δημοσκοπήσεις την τελευταία δεκαετία και πλέον καταγράφεται ένας χώρος κατακερματισμένος και χωρίς ισχυρή ηγεσία δεξιά της, με ποσοστά όμως που φθάνουν το 15%. Πολλοί αναλυτές που προέρχονται από την ελευθεριακή Αριστερά των «δικαιωματιστών» και της παγκοσμιοποίησης ή ανδρώθηκαν ιδεολογικοπολιτικά ως «απολογητές» του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δείχνουν ότι δεν κατανοούν τους ιστορικούς «δεσμούς» που συνδέουν το φιλελεύθερο Κέντρο με απαρχή στη Μεταπολίτευση το 1977 και τη διεύρυνση τότε με την ένταξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία. Πολιτικής προσωπικότητας από την Ένωση Κέντρου, που μέχρι το 1985 βρέθηκε στην ηγεσία της με την ενεργό στήριξη των «πυρήνων» της πανίσχυρης τότε δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, διαδεχόμενος τον Ευ. Αβέρωφ. Μπορεί πολλοί και σε διάφορες συγκυρίες να «βασανίζονται» στις εκτιμήσεις τους από μια σύγχυση ως προς την προοπτική του κομματικού συστήματος της χώρας εξαιτίας σειράς διασπάσεων που υπήρξαν τις προηγούμενες δεκαετίες και από στελέχη της δεξιάς πτέρυγας.

Η ουσία όμως είναι στο αποτέλεσμα. Και αυτό είναι ότι τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας που διασπάστηκαν και επιχείρησαν δικούς τους πολιτικούς σχηματισμούς συν τω χρόνω επέστρεψαν στη Νέα Δημοκρατία και ανέλαβαν μάλιστα και ηγετικούς ρόλους. Διακριτό παράδειγμα ο πρώην πρόεδρος και πρωθυπουργός κ. Σαμαράς. Επίσης περί το 2012, εν μέσω συνθηκών κατάρρευσης για τον δικομματισμό της Μεταπολίτευσης κατόπιν της χρεοκοπίας της χώρας, η Νέα Δημοκρατία εν μέσω εύλογων εκ των συνθηκών αναταράξεων διευρύνθηκε προς τα δεξιά της, με τους Βορίδη, Γεωργιάδη και Πλεύρη να αναλαμβάνουν κορυφαίους ρόλους στο κόμμα και την κυβέρνηση στη συνέχεια και μετά το 2019. Επί πρωθυπουργίας μάλιστα Κ. Μητσοτάκη ευρέθησαν και οι τρεις να συνυπηρετούν στις κυβερνήσεις του ταυτοχρόνως. Μαζί τους φυσικά εντάχθηκαν στην Κεντροδεξιά από τη Δεξιά εκατοντάδες στελέχη σε περιφερειακό επίπεδο. Η Δεξιά της Δεξιάς, που πολλούς τούς ανησυχεί, σήμερα είναι ένα «σύμπαν» από προσωπικές φιλοδοξίες, ηγετικές ματαιοδοξίες, προσωποκεντρικά μορφώματα όπως η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου ή περιθωριακές «σέχτες» όπως η ΝΙΚΗ ή οι Σπαρτιάτες. Δύο κόμματα είχαν τύχη πιο σημαντική στις δεκαετίες της αναταραχής που πέρασαν.

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Π. Καμμένου, που υποκατέστησαν συν τω χρόνω τον ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη, διασπάσεις της Νέας Δημοκρατίας επί της ουσίας, και η Χρυσή Αυγή του Ν. Μιχαλολιάκου, μια πράγματι νεοναζιστική οργάνωση και κόμμα που τέθηκε προ των ποινικών ευθυνών του επί κυριαρχίας της δεξιάς πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας στην ηγεσία της χώρας.

Δύο κρίσιμες παράμετροι για περαιτέρω αξιολόγηση. Πρώτον, για να υπάρξουν ηγεσία και θεώρηση πραγμάτων στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας θα πρέπει να εμπλακούν πολιτικά στελέχη και θεωρητικοί που εντάσσονται πολιτικά ή στηρίζουν με συνέπεια από το 2015 την ενιαία Κεντροδεξιά. Δεύτερον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης από μαθητής ακόμη γνωρίζει το σημείο που συνδέεται ή αποκλίνει η φιλελεύθερη με την εθνικοκοινωνική Νέα Δημοκρατία. Η δεξιά πτέρυγα του κόμματος εξάλλου από το 2015 ακόμη και την εκλογή του στην προεδρία του κόμματος στηρίζει, εγγυάται και ενισχύει την ηγεσία και την πρωθυπουργία του. Ακόμη και διαφωνώντας με κυβερνητικούς στην ατζέντα των «δικαιωματιστών» ή διακηρύσσοντας από τις τάξεις εντός του κόμματος όμως την αντι-woke, ταυτοτική, κουλτούρα, στηρίζοντας και με τον τρόπο αυτό το ενιαίο της Κεντροδεξιάς.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 5/12