Στης ακρίβειας τον καιρό...
Έτσι η ακρίβεια εξελίσσεται σε ένα πολιτικό πρόβλημα που μπορεί να έχει τις επιπτώσεις της σε μία κυβέρνηση
Συγγενικό μου πρόσωπο χρειάστηκε να μείνει για κάποιο διάστημα στην Ιταλία. Έμενε σε Airbnb και μαζί με τη σύζυγό του μαγείρευαν μέσα στο διαμέρισμα όπου έμεναν.
Φυσικά, ψώνιζαν τα απαραίτητα από το σουπερμάρκετ. Όταν μου είπε τις τιμές στις οποίες αγόραζαν τα τρόφιμα, η πρώτη σκέψη ήταν ότι συμφέρει να μετοικήσεις στην Ιταλία, τουλάχιστον για τα είδη διατροφής. Μου ανέφερε μερικά παραδείγματα. Ένα λίτρο λάδι -και καλό λάδι, παρθένο-, το πλήρωνε 8,20 ευρώ. Εδώ το πληρώνουμε από 14 έως 20 ευρώ. Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα η αγορά αυτή συνιστά επένδυση! Άλλο παράδειγμα: Μία σαλάτα σε συσκευασία στην Ιταλία κοστίζει 1,47 ευρώ. Εδώ κοστίζει τα διπλάσια.
Βεβαίως, κάποια άλλα προϊόντα μπορεί να κοστίζουν εκεί πιο ακριβά, πάντως όχι τα είδη πρώτης ανάγκης και, το σπουδαιότερο, τα είδη διατροφής. Υπό μία έννοια, το συμπέρασμα είναι απογοητευτικό, δεδομένου ότι παρά τις προσπάθειες που γίνονται για τον έλεγχο των τιμών, εντούτοις οι καταναλωτές, όταν ψωνίζουν, αγκομαχούν, καθώς διαπιστώνουν ότι η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται. Προφανώς υπάρχει αιτία που ανευρίσκεται στις μεγάλες αλυσίδες, με τις υπερτιμολογήσεις στις εισαγωγές και τα άλλα κόλπα, που ανεβάζουν τα κέρδη τους σε επίπεδο αισχροκέρδειας. Από την άλλη πλευρά, και η σταδιακή με τα χρόνια μετάβαση της χώρας από την αγροτική οικονομία σε μια οικονομία υπηρεσιών έχει στερήσει την αυτονομία σε αρκετά βασικά είδη, τα οποία έχουν υποκαταστήσει οι εισαγωγές, που αποτελούν και εύφορο έδαφος για τους εμπορευόμενους, ώστε να προσδιορίζουν το ύψος των τιμών κατά το πώς θα τους αποφέρουν υψηλότερα κέρδη.
Αυτή η δυσμενής σύγκριση από πλευράς τιμών δεν αφορά μόνο το επίπεδο μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας. Και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής είναι χαμηλότερες από τις ελληνικές. Το θέμα είναι εξόχως κοινωνικό και γι’ αυτό σε όλες πλέον τις δημοσκοπήσεις, όταν οι πολίτες ερωτώνται ποιο είναι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και που τους ανησυχεί, απαντούν η ακρίβεια. Η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα η διαχρονική εμπειρία έχει καταδείξει πως ό,τι ανεβαίνει, δύσκολα κατεβαίνει.
Έτσι η ακρίβεια εξελίσσεται σε ένα πολιτικό πρόβλημα που μπορεί να έχει τις επιπτώσεις της σε μία κυβέρνηση, χωρίς να παραβλέπεται ότι το θέμα «τιμές» και το πώς διαμορφώνονται είναι πολύπλοκο και συνάρτηση πολλών παραγόντων, ενίοτε και αστάθμητων.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 7/11
Φυσικά, ψώνιζαν τα απαραίτητα από το σουπερμάρκετ. Όταν μου είπε τις τιμές στις οποίες αγόραζαν τα τρόφιμα, η πρώτη σκέψη ήταν ότι συμφέρει να μετοικήσεις στην Ιταλία, τουλάχιστον για τα είδη διατροφής. Μου ανέφερε μερικά παραδείγματα. Ένα λίτρο λάδι -και καλό λάδι, παρθένο-, το πλήρωνε 8,20 ευρώ. Εδώ το πληρώνουμε από 14 έως 20 ευρώ. Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα η αγορά αυτή συνιστά επένδυση! Άλλο παράδειγμα: Μία σαλάτα σε συσκευασία στην Ιταλία κοστίζει 1,47 ευρώ. Εδώ κοστίζει τα διπλάσια.
Βεβαίως, κάποια άλλα προϊόντα μπορεί να κοστίζουν εκεί πιο ακριβά, πάντως όχι τα είδη πρώτης ανάγκης και, το σπουδαιότερο, τα είδη διατροφής. Υπό μία έννοια, το συμπέρασμα είναι απογοητευτικό, δεδομένου ότι παρά τις προσπάθειες που γίνονται για τον έλεγχο των τιμών, εντούτοις οι καταναλωτές, όταν ψωνίζουν, αγκομαχούν, καθώς διαπιστώνουν ότι η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται. Προφανώς υπάρχει αιτία που ανευρίσκεται στις μεγάλες αλυσίδες, με τις υπερτιμολογήσεις στις εισαγωγές και τα άλλα κόλπα, που ανεβάζουν τα κέρδη τους σε επίπεδο αισχροκέρδειας. Από την άλλη πλευρά, και η σταδιακή με τα χρόνια μετάβαση της χώρας από την αγροτική οικονομία σε μια οικονομία υπηρεσιών έχει στερήσει την αυτονομία σε αρκετά βασικά είδη, τα οποία έχουν υποκαταστήσει οι εισαγωγές, που αποτελούν και εύφορο έδαφος για τους εμπορευόμενους, ώστε να προσδιορίζουν το ύψος των τιμών κατά το πώς θα τους αποφέρουν υψηλότερα κέρδη.
Αυτή η δυσμενής σύγκριση από πλευράς τιμών δεν αφορά μόνο το επίπεδο μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας. Και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής είναι χαμηλότερες από τις ελληνικές. Το θέμα είναι εξόχως κοινωνικό και γι’ αυτό σε όλες πλέον τις δημοσκοπήσεις, όταν οι πολίτες ερωτώνται ποιο είναι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και που τους ανησυχεί, απαντούν η ακρίβεια. Η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα η διαχρονική εμπειρία έχει καταδείξει πως ό,τι ανεβαίνει, δύσκολα κατεβαίνει.
Έτσι η ακρίβεια εξελίσσεται σε ένα πολιτικό πρόβλημα που μπορεί να έχει τις επιπτώσεις της σε μία κυβέρνηση, χωρίς να παραβλέπεται ότι το θέμα «τιμές» και το πώς διαμορφώνονται είναι πολύπλοκο και συνάρτηση πολλών παραγόντων, ενίοτε και αστάθμητων.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 7/11