Ένα λεπτό, περιπτερά...
Σε αυτή την κατάσταση της αναστολής της λειτουργίας τους αναγκάστηκαν από το γεγονός ότι για να βγάλουν τα έξοδα συντήρησής τους πρέπει να κάνουν τζίρο κάθε μέρα περισσότερα από 1.500 ευρώ
Να και μία είδηση όχι και τόσο ενθαρρυντική, ιδίως αν νοσταλγείς ένα παρελθόν που έχει φύγει. Ξεμένουμε από περίπτερα, που ήταν μία σπουδαία ελληνική εμπορική εφεύρεση, καθώς αυτά αποτελούσαν ένα περίπου παντοπωλείο για άμεσες ανάγκες. Διαβάσαμε ότι από 11.000 περίπτερα σε όλη την Ελλάδα έχουν μείνει να λειτουργούν μόνο 5.000. Στη δε Αθήνα από 1.200 περίπτερα έχουν μείνει μόνο 450 περίπου και αυτά σε κεντρικά σημεία και όχι σε κάποιες γωνίες στις γειτονιές, όπως είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε.
Σε αυτή την κατάσταση της αναστολής της λειτουργίας τους αναγκάστηκαν από το γεγονός ότι για να βγάλουν τα έξοδα συντήρησής τους πρέπει να κάνουν τζίρο κάθε μέρα περισσότερα από 1.500 ευρώ. Και αν βεβαίως το ποσό αυτό χρειάζεται για να βγάζουν τα έξοδά τους, άλλα πόσα χρειάζονται για να ζήσει ένας οικογενειάρχης περιπτεράς την οικογένειά του; Δικαιούχοι αδειών για περίπτερα ήταν συνήθως ανάπηροι πολέμου και οι άδειες αυτές μεταβιβάζονταν στα παιδιά τους.
Ήταν λοιπόν τα περίπτερα μία μικρή επιχείρηση, από την οποία ζούσαν γενιές και γενιές, αλλά επίσης άλλες τόσες γενιές είχαν εξυπηρετηθεί σε αγορές μικροπροϊόντων, από τσιγάρα και σοκολάτες μέχρι εφημερίδες και… προφυλακτικά! Ήλθε όμως η οικονομική κρίση που περιόρισε την κατανάλωση και ήλθε και ο κορωνοϊός που αποτέλειωσε τις συναλλαγές με το περίπτερο. Κάποια από αυτά πέρασαν σε χέρια παρεπιδημούντων και με νόμιμα χαρτιά Αλβανών, όπως άλλωστε και πολλοί φούρνοι. Όμως τόσο ο περιορισμός του καπνίσματος και για λόγους υγείας και οικονομίας, συνεπεία της βαριάς φορολογίας στα καπνικά προϊόντα, αλλά και, καθώς λένε οι εναπομείναντες περιπτεράδες, οι κίνδυνοι της νύχτας από μικροληστές και πρεζόνια μετέβαλαν το επάγγελμα και ασύμφορο αλλά και επικίνδυνο.
Όσοι αποχώρησαν από το περίπτερο το νοικιάζουν, αν βεβαίως βρουν ενδιαφερόμενο, διότι και αυτός θα κάνει τους υπολογισμούς του και θα διαπιστώσει ότι δεν βγαίνει οικονομικά. Συμπερασματικά, βαίνει προς εξαφάνιση ένας κλάδος με μεγάλη κοινωνική προσφορά ύστερα από 112 χρόνια, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το πρώτο περίπτερο είχε ανοίξει το 1911 στην οδό Πανεπιστημίου, το οποίο έγινε βορά του μετροπόντικα το 1997, όταν άρχισαν οι εργασίες για το μετρό.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 23/11
Σε αυτή την κατάσταση της αναστολής της λειτουργίας τους αναγκάστηκαν από το γεγονός ότι για να βγάλουν τα έξοδα συντήρησής τους πρέπει να κάνουν τζίρο κάθε μέρα περισσότερα από 1.500 ευρώ. Και αν βεβαίως το ποσό αυτό χρειάζεται για να βγάζουν τα έξοδά τους, άλλα πόσα χρειάζονται για να ζήσει ένας οικογενειάρχης περιπτεράς την οικογένειά του; Δικαιούχοι αδειών για περίπτερα ήταν συνήθως ανάπηροι πολέμου και οι άδειες αυτές μεταβιβάζονταν στα παιδιά τους.
Ήταν λοιπόν τα περίπτερα μία μικρή επιχείρηση, από την οποία ζούσαν γενιές και γενιές, αλλά επίσης άλλες τόσες γενιές είχαν εξυπηρετηθεί σε αγορές μικροπροϊόντων, από τσιγάρα και σοκολάτες μέχρι εφημερίδες και… προφυλακτικά! Ήλθε όμως η οικονομική κρίση που περιόρισε την κατανάλωση και ήλθε και ο κορωνοϊός που αποτέλειωσε τις συναλλαγές με το περίπτερο. Κάποια από αυτά πέρασαν σε χέρια παρεπιδημούντων και με νόμιμα χαρτιά Αλβανών, όπως άλλωστε και πολλοί φούρνοι. Όμως τόσο ο περιορισμός του καπνίσματος και για λόγους υγείας και οικονομίας, συνεπεία της βαριάς φορολογίας στα καπνικά προϊόντα, αλλά και, καθώς λένε οι εναπομείναντες περιπτεράδες, οι κίνδυνοι της νύχτας από μικροληστές και πρεζόνια μετέβαλαν το επάγγελμα και ασύμφορο αλλά και επικίνδυνο.
Όσοι αποχώρησαν από το περίπτερο το νοικιάζουν, αν βεβαίως βρουν ενδιαφερόμενο, διότι και αυτός θα κάνει τους υπολογισμούς του και θα διαπιστώσει ότι δεν βγαίνει οικονομικά. Συμπερασματικά, βαίνει προς εξαφάνιση ένας κλάδος με μεγάλη κοινωνική προσφορά ύστερα από 112 χρόνια, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το πρώτο περίπτερο είχε ανοίξει το 1911 στην οδό Πανεπιστημίου, το οποίο έγινε βορά του μετροπόντικα το 1997, όταν άρχισαν οι εργασίες για το μετρό.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 23/11