Σεµνά και ταπεινά
Γύρω γύρω όλοι
Ο Νικόλαος Πλαστήρας πέθανε στην ψάθα, που λέει και ο λαός. Εγκρατής και λιτοδίαιτος, ο επονομασθείς και "Μαύρος Καβαλάρης" δεν είχε μόνιμη στέγη και διέμενε σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα
Θα ήθελα να κάνω γνωστή μία άγνωστη ενδεχομένως στους πολλούς ιστορία, με προφανή στοιχεία επικαιρότητας. Ο Νικόλαος Πλαστήρας πέθανε στην ψάθα, που λέει και ο λαός. Εγκρατής και λιτοδίαιτος, ο επονομασθείς και «Μαύρος Καβαλάρης» δεν είχε μόνιμη στέγη και διέμενε σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα.
«Μαύρο Καβαλάρη» τον αποκαλούσαν διότι ήταν σκούρος στο δέρμα και πάνω στο άλογό του, ευθυτενής, όντως αντιπροσώπευε το προσωνύμιό του.
Ο Πλαστήρας, αν και πρωθυπουργός, δεν διέθετε, όπως αναφέρθηκε, ιδιόκτητη κατοικία. Έμενε στο νοίκι. Κάποια μέρα, ένας εκ των πλέον στενών του φίλων, ο Γιάννης Μοάτσος, πήρε την πρωτοβουλία ερήμην του Πλαστήρα και πήγε σε φίλο του τραπεζίτη για να ζητήσει δάνειο για λογαριασμό του πρωθυπουργού, προκειμένου αυτός -με το δάνειο που θα του εγκρινόταν- να αγοράσει ένα δικό του σπίτι. Ο διοικητής της τράπεζας, έκπληκτος που ο τότε πρωθυπουργός δεν είχε δικιά του στέγη, ενέκρινε αμέσως το δάνειο, προσθέτοντας μάλιστα ότι θα το έδιναν στον Πλαστήρα με τους όσο το δυνατόν καλύτερους όρους.
Ο Μοάτσος, χαρούμενος, πήγε στον Πλαστήρα και του ανακοίνωσε τι είχε επιτύχει. Όμως, η αντίδραση του πρωθυπουργού τον πάγωσε, διότι δεν την περίμενε. «Τι είν’ αυτά π’ λες, μωρ’ Γιάν’;», είπε στον Μοάτσο, με τη γνωστή καρδιτσιώτικη προφορά του. «Κι ιγώ με τι μούτρα θα ιβγώ στου δρόμου, αν μάθουνι ότι μι δώσαν δάνειου και μάλστα μι ηυνοϊκούς ορς για να πάρου σπίτ’;». Κι έσκισε τα σχετικά συμβόλαια... Μπορεί, ίσως, να θεωρήσουν κάποιοι υπερβολική την αντίδραση του Πλαστήρα, προσαρμοσμένοι στα σημερινά ήθη των εξελιγμένων κοινωνιών.
Όμως, το διαχρονικό πρόβλημα σε όλον τον κόσμο είναι ότι οι ταγοί του πρέπει να αποτελούν παράδειγμα, για τον απλό λόγο ότι πάντοτε θα βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση έναντι των πολιτών. Με περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες. Τον Πλαστήρα αυτό που τον απασχόλησε πρωτίστως ήταν η αξιοπρέπειά του.
Γι’ αυτό χρησιμοποίησε στον συνομιλητή και φίλο του μία κοινή φράση του λαού, σε εποχές που η αξιοπρέπεια μετρούσε περισσότερο και από πλευράς κύρους και ως υποθήκη υστεροφημίας: Με τι μούτρα θα βγω στον δρόμο… Σήμερα κανέναν, οποιαδήποτε ιδιότητα και αν έχει στην κοινωνία στην οποία ζει, δεν τον ενδιαφέρουν τα… μούτρα του ή τι θα πουν γι’ αυτά οι υπόλοιποι.
Που ενδεχομένως και αυτοί δεν δίνουν φράγκο για τα δικά του μούτρα. Υπήρξε εποχή που κάποιος απαίτησε από τους συνεργάτες του να φέρονται «σεμνά και ταπεινά». Δεν είναι βέβαιο ότι εισακούστηκε. Και ίσως είναι ουτοπικό να αναζητεί κανείς σήμερα Πλαστήρες σε μία εποχή που βρίθουν οι… φωστήρες.
Βέβαια, οι κοινωνίες είναι αμείλικτες, ανεξάρτητα από το μέγεθος της δικής τους ηθικής δομής. Και γιατί να τους νοιάζει άλλωστε; Αυτές δεν ψηφίζονται. Μόνο ψηφίζουν…
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»
«Μαύρο Καβαλάρη» τον αποκαλούσαν διότι ήταν σκούρος στο δέρμα και πάνω στο άλογό του, ευθυτενής, όντως αντιπροσώπευε το προσωνύμιό του.
Ο Πλαστήρας, αν και πρωθυπουργός, δεν διέθετε, όπως αναφέρθηκε, ιδιόκτητη κατοικία. Έμενε στο νοίκι. Κάποια μέρα, ένας εκ των πλέον στενών του φίλων, ο Γιάννης Μοάτσος, πήρε την πρωτοβουλία ερήμην του Πλαστήρα και πήγε σε φίλο του τραπεζίτη για να ζητήσει δάνειο για λογαριασμό του πρωθυπουργού, προκειμένου αυτός -με το δάνειο που θα του εγκρινόταν- να αγοράσει ένα δικό του σπίτι. Ο διοικητής της τράπεζας, έκπληκτος που ο τότε πρωθυπουργός δεν είχε δικιά του στέγη, ενέκρινε αμέσως το δάνειο, προσθέτοντας μάλιστα ότι θα το έδιναν στον Πλαστήρα με τους όσο το δυνατόν καλύτερους όρους.
Ο Μοάτσος, χαρούμενος, πήγε στον Πλαστήρα και του ανακοίνωσε τι είχε επιτύχει. Όμως, η αντίδραση του πρωθυπουργού τον πάγωσε, διότι δεν την περίμενε. «Τι είν’ αυτά π’ λες, μωρ’ Γιάν’;», είπε στον Μοάτσο, με τη γνωστή καρδιτσιώτικη προφορά του. «Κι ιγώ με τι μούτρα θα ιβγώ στου δρόμου, αν μάθουνι ότι μι δώσαν δάνειου και μάλστα μι ηυνοϊκούς ορς για να πάρου σπίτ’;». Κι έσκισε τα σχετικά συμβόλαια... Μπορεί, ίσως, να θεωρήσουν κάποιοι υπερβολική την αντίδραση του Πλαστήρα, προσαρμοσμένοι στα σημερινά ήθη των εξελιγμένων κοινωνιών.
Όμως, το διαχρονικό πρόβλημα σε όλον τον κόσμο είναι ότι οι ταγοί του πρέπει να αποτελούν παράδειγμα, για τον απλό λόγο ότι πάντοτε θα βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση έναντι των πολιτών. Με περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες. Τον Πλαστήρα αυτό που τον απασχόλησε πρωτίστως ήταν η αξιοπρέπειά του.
Γι’ αυτό χρησιμοποίησε στον συνομιλητή και φίλο του μία κοινή φράση του λαού, σε εποχές που η αξιοπρέπεια μετρούσε περισσότερο και από πλευράς κύρους και ως υποθήκη υστεροφημίας: Με τι μούτρα θα βγω στον δρόμο… Σήμερα κανέναν, οποιαδήποτε ιδιότητα και αν έχει στην κοινωνία στην οποία ζει, δεν τον ενδιαφέρουν τα… μούτρα του ή τι θα πουν γι’ αυτά οι υπόλοιποι.
Που ενδεχομένως και αυτοί δεν δίνουν φράγκο για τα δικά του μούτρα. Υπήρξε εποχή που κάποιος απαίτησε από τους συνεργάτες του να φέρονται «σεμνά και ταπεινά». Δεν είναι βέβαιο ότι εισακούστηκε. Και ίσως είναι ουτοπικό να αναζητεί κανείς σήμερα Πλαστήρες σε μία εποχή που βρίθουν οι… φωστήρες.
Βέβαια, οι κοινωνίες είναι αμείλικτες, ανεξάρτητα από το μέγεθος της δικής τους ηθικής δομής. Και γιατί να τους νοιάζει άλλωστε; Αυτές δεν ψηφίζονται. Μόνο ψηφίζουν…
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»