Μεταξύ των προβλέψεων του νέου μνημονίου που ψήφισε στη Βουλή η κυβέρνηση υπάρχει και εκείνη που διευθετεί ορισμένα θέματα που αφορούν τους συνδικαλιστές. Πέραν των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες πλέον δεν προστατεύεται ο παραδοσιακός εργατοπατέρας, υπάρχει και η πρόβλεψη ότι ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον συνδικαλιστή όταν αυτός λείπει από την εργασία του αδικαιολογήτως για πάνω από επτά ημέρες.

Εκ πρώτης όψεως αυτό ισχύει για τον ιδιωτικό τομέα. Το πιο ενδιαφέρον θα ήταν να ξέρουμε αν η συγκεκριμένη διάταξη περιλαμβάνει και τον ασκούμενο συνδικαλισμό και στο Δημόσιο, διότι η χώρα από αυτόν έχει υποφέρει. Ενδεχομένως να ισχύει και για το Δημόσιο η σχετική διάταξη, απλώς η επιτήδεια κυβέρνησή μας να το αποκρύπτει για να μην ταράξει τη δεξαμενή της βασικής πελατείας της, όπως τουλάχιστον η ίδια πιστεύει.
Ασφαλώς και ο συνδικαλισμός παραμένει μια κορυφαία κατάκτηση των εργαζομένων. Αυτό όμως υπό μια συγκεκριμένη προϋπόθεση. Οτι σε κάθε εκδήλωσή του φροντίζει να διασφαλίζει το κύρος του ώστε αυτό να μην ευτελίζεται στο όνομα της εξυπηρέτησης κομματικών σκοπιμοτήτων.

Στη χώρα μας είχαμε επί σειρά ετών έναν υποκινούμενο, από κόμματα, συνδικαλισμό που κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τα πραγματικά συμφέροντα των τάξεων που εκπροσωπεί. Επιπλέον, στη χώρα μας ο συνδικαλισμός, επειδή παραμένει χειραγωγημένος από πολιτικές παρατάξεις, αναδεικνύει σειρά μειονεκτημάτων. Και ιδού ποια είναι αυτά τα μειονεκτήματα:

Πρώτον, οι κατευθυνόμενοι συνδικαλιστές, ειδικώς μάλιστα όταν είναι υψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των εργαζομένων. Εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντα και τις πρόσκαιρες σκοπιμότητες των κομμάτων στα οποία ανήκουν και από τα οποία λαμβάνουν εντολές…

Δεύτερον, με τον αυθαίρετο τρόπο με τον οποίο συνήθως λειτουργούν, καταστρατηγούν στοιχειώδεις δημοκρατικούς κανόνες, όπως είναι η έννοια του σεβασμού της πλειοψηφίας και της αντίθετης άποψης.

Τρίτον, ακριβώς επειδή τα κόμματα φροντίζουν να χρησιμοποιούν τους συνδικαλιστές ως πολιτικά «δόρατα», σε πολλές περιπτώσεις ζητημάτων πολιτικής αιχμής, φαλκιδεύουν, στην ουσία, τον πραγματικό τους ρόλο, που είναι η προώθηση των πραγματικών συμφερόντων των εργαζομένων. Και όχι βεβαίως η ευκολότερη προώθηση ή η παρεμπόδιση της εφαρμογής μιας κυβερνητικής πολιτικής, αναλόγως αν πρόκειται περί συνδικαλιστών που πρόσκεινται στην εκάστοτε κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση.

Τέταρτον, δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται αυθεντικοί εκπρόσωποι των εργαζομένων αυτοί που χρησιμοποιούν -με τη συναίνεση και των κομμάτων που τους υποστηρίζουν- τον συνδικαλισμό, ως εφαλτήριο για μεταπήδηση στην πολιτική.

Τα συνδικάτα σε όλες τις ευνομούμενες ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν εκ των βασικών κεφαλαίων ανάπτυξης και προόδου. Στις σκανδιναβικές χώρες, τις οποίες είχε ως πρότυπο και ο ελληνικός σοσιαλισμός, τα συνδικάτα έρχονται αρωγοί της όποιας κυβερνητικής πολιτικής που αποβλέπει στην αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων και δεν υπερθεματίζουν σε μια οικονομική καταστροφή, στην οποία οδηγούν άκαιρες και άκριτες διεκδικήσεις.
Αλλά και η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως εκπροσωπείται, όσον αφορά τα επαγγελματικά της συμφέροντα από τις διάφορες συνδικαλισμένες παρατάξεις, οφείλει να αντιληφθεί ότι είναι μέρος ενός συστήματος, στο οποίο όλοι καλούνται να συνεργήσουν για το κοινό όφελος. Και βεβαίως όχι με συντεχνιακή αντίληψη. Διότι με τη λογική αυτή όλοι θα βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση με όλους και θα βρισκόμαστε ενώπιον του φαινομένου μιας διαταραγμένης κοινωνίας όπου θα ισχύει το ιδεώδες του Καραγκιόζη: «Τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου». Γι’ αυτό και κάποιοι στο παρελθόν -ανήκοντες στην κεντροδεξιά παράταξη, βεβαίως- αποτόλμησαν να προτείνουν την κατάργηση του κομματικού συνδικαλισμού. Διότι εκφυλίζεται συνήθως -και εν πάση περιπτώσει στην Ελλάδα- σε έναν αποκλειστικά κομματικό σύμμαχο και σε τροχοπέδη οποιασδήποτε αναπτυξιακής προσπάθειας και προοδευτικής μεταρρύθμισης, όπως έχουμε δει σε πλείστες όσες περιπτώσεις.