Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που δεν άλλαξε ριζικά η κρίση είναι η μεγάλη προβολή των αθλητικών ειδήσεων τον Αύγουστο, τόσο στα δημοφιλή ομαδικά αθλήματα, όσο και στα ατομικά, ιδίως του στίβου, που έχουν το δικό τους – όχι αμελητέο – κοινό. Βέβαια, το περιεχόμενο των ειδήσεων δεν έμεινε ανεπηρέαστο: Στην πρώτη κατηγορία οι χοροί εκατομμυρίων είναι μια μακρινή ανάμνηση, ενώ στην δεύτερη οι οικονομικές δυσκολίες πολλές φορές καθιστούν άνισο, αν όχι αδύνατο, τον ανταγωνισμό στο υψηλότερο επίπεδο.

Φέτος, όμως, παρατηρείται το εξής παράδοξο: Ενώ οι αθλητικές ανώνυμες εταιρείες περιορίζονται προληπτικά ή συρρικνώνονται αναγκαστικά, στα ατομικά αθλήματα καταγράφονται μεγάλες επιτυχίες και σπουδαίες επιδόσεις. Ενώ, λοιπόν, το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου βρέθηκε στον αέρα, καθώς οι μισές ομάδες της Superleague αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό τηλεοπτικό συμβόλαιο, η Κατερίνα Στεφανίδη και η Νικόλ Κυριακοπούλου στο άλμα επί κοντώ, ο Μίλτος Τεντόγλου στο μήκος, ο Κριστιάν Γκολομέεφ και ο Απόστολος Χρήστου στον υγρό στίβο και η Μαρία Σάκαρη και ο Στέφανος Τσιτσιπάς στο τένις πέτυχαν νίκες που θύμισαν ή κάποιες φορές ξεπέρασαν τις μνήμες των χρυσών εποχών.

Θα περίμενε κανείς από μια αριστερή κυβέρνηση να βρει την ευκαιρία να αντιπαραβάλει το αδιέξοδο του επαγγελματικού αθλητισμού (τον οποίο επί δεκαετίες αποδοκίμαζαν) με τις επιτυχίες του ερασιτεχνικού, εξαγγέλλοντας ένα γενναίο πρόγραμμα ενίσχυσης του δεύτερου. Κι όμως, ενώ για τους αθλητές μας υπήρξαν τα πατροπαράδοτα συγχαρητήρια μηνύματα με΄σω twitter, ο κ. Τσίπρας, δια του αρμόδιου υφυπουργού κ. Βασιλειάδη, έριξε το βάρος (και τα χρήματα…) στο «κακό» ποδόσφαιρο των «μεγάλων συμφερόντων», πληρώνοντας ένα ποσό δυσανάλογο με την εποχή και αμφίβολα ανταποδοτικό για να βρουν τηλεοπτική στέγη επτά ΠΑΕ.

Δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ανακόλουθος. Και θα είναι ψέμα να πούμε ότι μέχρι το 2015 όλα στον αθλητισμό ήταν καλώς καμωμένα. Αλλά τώρα προέχει να κοιτάξουμε την επόμενη μέρα, δηλαδή να περιγράψουμε πού πρέπει να εστιάσει η επόμενη Κυβέρνηση ως προς τον αθλητισμό, ώστε τα χρήματα που δαπανώνται (και πρέπει να δαπανώνται) να πιάνουν τόπο.

Ο ερασιτεχνικός αθλητισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει να βασίζεται σε μεμονωμένα παραδείγματα λαμπρών αθλητών. Πρέπει να γίνουν γενναίες επενδύσεις τόσο σε εγκαταστάσεις, όσο και σε προγράμματα επιμόρφωσης, ώστε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας να πάψει να είναι θεατής, αλλά να ασχοληθεί ενεργά με τον αθλητισμό, γεγονός που θα παράγει πολλαπλά και πολυεπίπεδα οφέλη στην υγεία, αλλά και στη δημόσια ζωή ευρύτερα. Φυσικά, χρειάζονται και πρότυπα. Και αυτά τα πρότυπα πρέπει να έχουν κίνητρα, τα οποία όμως πρέπει να σχετίζονται άμεσα με τις πολλές και αναγκαίες δεξιότητές τους και όχι να αποσκοπούν σε ένα «βόλεμα» που θα ακυρώνει τους αθλητές ως πολύτιμες μονάδες της κοινωνίας.

Δεν θα μπω σε λογικές μηδενισμού, ούτε εχθρότητας με τον επαγγελματικό αθλητισμό. Εξάλλου, έχει αναλυθεί με επάρκεια ότι στηρίζει, άμεσα και έμμεσα τον ερασιτεχνικό, συμβάλλοντας στις επιτυχίες του τελευταίου. Πρέπει, όμως, η ενίσχυση των αθλητικών ανωνύμων εταιρειών να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει μακροπρόθεσμο κέρδος για όλες τις πλευρές και όχι «λεφτά στη θάλασσα». Τέτοιες ενισχύσεις θα μπορούσε να είναι η παραχώρηση οικοπέδων ή εγκαταστάσεων για έναν μεγάλο χρονικό ορίζοντα με την υποχρέωση των ΠΑΕ ή των ΚΑΕ να ανεγείρουν ή να εκσυγχρονίσουν τις γηπεδικές εγκαταστάσεις. Ακόμα, θα μπορούσε να είναι και ένα κρατικό τηλεοπτικό συμβόλαιο, αλλά με όρους αγοράς και συγκεκριμένο business plan που θα φέρει αυτά τα χρήματα πίσω.

Επαγγελματικός και ερασιτεχνικός αθλητισμός δεν είναι άσπρο – μαύρο, όπως επί σαράντα χρόνια υπονοούσαν οι νυν κυβερνώντες, για να έρθουν για άλλη μια φορά λόγω ανικανότητας και εκλογικών επιδιώξεων να κάνουν το άσπρο, μαύρο. Πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά και ο ένας να ενισχύει τον άλλον. Είναι, λοιπόν, ζήτημα βούλησης και οράματος της Πολιτείας να ρυθμίσει αυτή τη σχέση χωρίς να ακυρώσει ούτε τη μία πλευρά, ούτε την άλλη.

Για να δικαιούται, λοιπόν, ο εκάστοτε Πρωθυπουργός να κοιτά στα μάτια την κάθε Στεφανίδη και τον κάθε Τσιτσιπά, πρέπει πρώτα να έχει φροντίσει αυτοί οι αθλητές να έχουν το κατάλληλο περιβάλλον και τις αναγκαίες υποδομές για να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους. Γιατί, όταν θυμάσαι τους αθλητές μόνο στις επιτυχίες τους, τη στιγμή που δαπανάς χρόνο και πόρους με μόνο βραχυπρόθεσμο μέλημα να μην

δυσαρεστηθούν οπαδικοί στρατοί, το βλέμμα αυτό δεν είναι καθαρό. Και, αφού η παρούσα Κυβέρνηση έχει φανεί επανειλημμένα αδιάφορη για την καθαρότητα του βλέμματός της (για να μην ξεχάσουμε τα δια του φίλα προσκείμενου τύπου κομματικά εμέσματα κατά της Στεφανίδη και άλλων αθλητών), είναι η ώρα να φροντίσουμε από τώρα ορθολογικά πώς αυτές οι επιτυχίες δεν θα παραμείνουν η εξαίρεση, αλλά θα ξαναγίνουν κανόνας.

*Ο Παύλος Μαρινάκης είναι δικηγόρος και αντιπρόεδρος της ΟΝΝΕΔ