Οι τελευταίες κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα εντάσσονται στις σκηνοθετικές ανάγκες της ΔΕΘ, κυρίως όμως αποκαλύπτουν ένα μέρος του σχεδίου μετατόπισής του στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Προφανώς, ο πρωθυπουργός αποφάσισε ότι του ταιριάζει περισσότερο το Μαξίμου από τα γραφεία της Κουμουνδούρου.

Εμφανώς το έδειξε με το άρθρο του για τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρά τις αντιδράσεις κάποιων στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλωστε, το προηγούμενο crash test με την «ομάδα του Νομισματοκοπείου» έδειξε ότι ηγεμονεύει του χώρου. Στην προκειμένη περίπτωση δεν τον ενδιαφέρει πόσες δόσεις ρεαλισμού αντέχει η Κουμουνδούρου, αλλά πώς θα διεισδύσει σε έναν άγνωστο για αυτόν χώρο, ικανοποιώντας διαφορετικά ακροατήρια που φθάνουν μέχρι τα όρια της ΝΔ. Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει ότι πηγαίνει να παίξει «εκτός έδρας» και ως εκ τούτου κατανοεί ότι το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από την ετοιμότητα των αντιπάλων του.

Πέραν όλων αυτών, υπάρχει κι ένας «συγκάτοικος» που είναι βέβαιο ότι δεν θα κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια να παρακολουθεί το φλερτ με την Κεντροαριστερά. Συνεπώς, το επιχειρούμενο άνοιγμα στο ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτέμβρη παρουσιάζει δυσκολίες και πολλές ασκήσεις ισορροπίας εκ μέρους του πρωθυπουργού. Διότι, στην προσπάθειά του να ωθήσει τη ΝΔ σε δεξιότερες θέσεις, προκειμένου να διεκδικήσει την κληρονομιά του Ανδρέα ως «εξ αγχιστείας» συγγενής, θα χρειασθεί συν τοις άλλοις να περιμένει και τις εξελίξεις που αφορούν τη συγκρότηση του νέου φορέα. Γι’ αυτό και φρόντισε με το άρθρο να θυμίσει ότι ο «Ο Ανδρέας διέθετε το πολιτικό αισθητήριο να διαγνώσει την ιστορική στιγμή της Μεταπολίτευσης, τα ζητούμενα και τις μεγάλες δυνατότητες που αυτή άνοιγε».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πρωθυπουργός επιδιώκει να αντιπαρατεθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αφού προηγουμένως έχει εξασφαλίσει τη συμπόρευση με ένα τμήμα της Κεντροαριστεράς που έχει ιστορική αναφορά στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Και επέλεξε να το πράξει αρθρογραφώντας όπως ακριβώς και ο Κώστας Λαλιώτης. Το επιτυχές ή όχι του εγχειρήματος θα κριθεί αφενός από την ίδια την Κεντροαριστερά και αφετέρου από την Κεντροδεξιά. Εν τέλει από την ικανότητα που θα επιδείξουν να υπερασπισθούν τον κεντρώο χαρακτήρα τους ασκώντας αποτελεσματική αντιπολίτευση.